του Μιχάλη Σωτηρίου
Η ιστορία που διδασκόμαστε
συνήθως καταγράφει τους νικητές, τους ηγέτες, τους επώνυμους επιφανείς της
εποχής. Τα ανδραγαθήματα, τα πρότυπα ήθους, αγωνιστικότητας, συμπεριφοράς δε
συναντιόνται μόνο σε αυτούς. Σε πολύ δύσκολους καιρούς υπάρχουν άνθρωποι με γενναιότητα, υποδειγματική κοινωνική
συμπεριφορά, με λιγότερα μέσα και πολύ μεγαλύτερο προσωπικό κόστος.Είναι
παραδείγματα προς μίμηση,είναι οι αληθινοί ήρωες της καθημερινότητας, με
ενέργειες απλές αλλά απίστευτες, σχεδόν παραμυθένιες.
Στα χρόνια λίγο πρίν την
Επανάσταση του 1821, ζούσε στις Κυδωνίες(Αϊβαλί) της Μικρασίας η Πανωραία
Χατζηκώστα, μια όμορφη αρχόντισσα με μεγάλη περιουσία. Παντρεμένη με τον Κώστα Αϊβαλιώτη, πάμπλουτο έμπορο, ζούσαν ευτυχισμένοι
με τα παιδιά τους.
Με αφορμή την ανατίναξη
οθωμανικού πλοίου από μπουρλοτιέρηδες στο λιμάνι της Ερεσσού, δόθηκε εντολή για
την καταστροφή του Αϊβαλιού και τη σφαγή των 30.000 Ελλήνων κατοίκων
του(Ιούνιος 1821). Η Πανωραία έχασε τον άντρα και τα παιδιά της, τους έσφαξαν
μπρος τα μάτια της οι Οθωμανοί. Πολλοί άλλοι όμως που εγκλωβίστηκαν στην
φλεγόμενη πόλη, αιχμαλωτίστηκαν και μεταφέρθηκαν στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί
πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα με τίμημα 25 γρόσια ανά άτομο. Άλλοι, όπως και η
ίδια,κατά αγαθή συγκυρία μπόρεσαν και ανέβηκαν σ’ ένα καράβι που ξεμπάρκαρε στα
Ψαρά. Έτσι η Χατζηκώστα έγινε Ψαροκώσταινα (και με παράφραση Ψωροκώσταινα). Το
παρατσούκλι της απέδιδε την άθλια οικονομική κατάσταση της χώρας. Εκεί πάμφτωχη
και ολομόναχη, για ένα διάστημα βοηθήθηκε απο συντοπίτες της, όπως ο Βενιαμίν ο
Λέσβιος ((Βασίλειος Γεωργαντής ή Καρρές απο το Πλωμάρι Μυτιλήνης,δάσκαλος
της Ακαδημίας των Κυδωνιών).
Ο Βενιαμίν, λόγιος και
μοναχός επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό διαφωτισμό (φοιτητής του A.Lavoisier και
μέλος του κύκλου του Αδαμάντιου Κοραή στο Παρίσι, αναδιοργανωτής της Ακαδημίας
του Βουκουρεστίου), κατηγορήθηκε από εκκλησιαστικούς κύκλους για τη διδασκαλία
της νέας φυσικής κοσμολογίας που συνέγραψε. Βέβαια, με παρεμβάσεις του
μητροπολίτη Εφέσου Διονύσιου Καλιάρχη, του Φαναριώτη ηγεμόνα Αλέξανδρου
Μουρούζη και του αδελφού αυτού
Δημήτριου, η πατριαρχική απόφαση δεν εκτελέστηκε. Ως μέλος, όμως, της Φιλικής
Εταιρείας συμμετείχε στην οργάνωση των στρατιωτικών επιχειρήσεων και στα
πολιτικά δρώμενα της επαναστατημένης χώρας.
Η Πανωραία σύντομα άφησε τα
Ψαρά για την πρωτεύουσα του ελληνικού κράτους, το Ναύπλιο. Εκεί την ακολούθησε
κι εγκαταστάθηκε και ο Βενιαμίν. Στην αρχή όλα πήγαιναν καλά, αφού η Πανωραία
ζούσε από τις υπηρεσίες τις οποίες προσέφερε στον δάσκαλο και φιλόσοφο
Βενιαμίν. Αυτός, παρέδιδε μαθήματα για να ζήσει. Τον Αύγουστο του 1824,όμως, ο
Βενιαμίν ο Λέσβιος πέθανε από τύφο. Από τότε η Πανωραία για να επιβιώσει
εργάστηκε σαν αχθοφόρος, σα πλύστρα και πότε χάρη στην ελεημοσύνη όσων την
συμπονούσαν.
Την περίοδο εκείνη η επέλαση
του Ιμπραήμ στην Πελοπόννησο, εκτός από τις άλλες καταστροφές, άφηνε στο
πέρασμά του και εκατοντάδες ορφανά που συγκεντρώνον-ταν στο Ναύπλιο. Παρά τη
φτώχεια της, η Πανωραία ζήτησε και πήρε στην προστασία της παιδιά ορφανά. Για να
τα θρέψει περνούσε από σπίτι σε σπίτι και ζητιάνευε. Η πλύστρα Πανωραία έδινε τα δικά της μαθήματα πατριωτισμού και
ανθρωπιάς, καθώς το ελάχιστο εισόδημά της το μοιραζόταν με ορφανά παιδιά
αγωνιστών, ακούγοντας τα αλητάκια της παραλίας να την φωνάζουν περιπαικτικά Ψωροκώσταινα.
Το 1826 έγινε έρανος για το
μαχόμενο Μεσολόγγι στο Ναύπλιο. Έτσι μια Κυριακή, στήθηκε στη κεντρική πλατεία
ένα τραπέζι και οι υπεύθυνοι του εράνου ζητούσαν από τους πεινασμένους και
χαροκαμένους Έλληνες να βάλουν πάλι το χέρι στην τσέπη να βοηθήσουν τους
μαχητές και τους αποκλεισμένους του Μεσολογγίου. Λόγω της φτώχιας και της
εξαθλίωσης κανείς δεν πλησίαζε το τραπέζι, κάθε σπίτι δύσκολα τα έφερνε πέρα.
Τότε η φτωχότερη όλων η
Πανωραία, έβγαλε το ασημένιο δαχτυλίδι που φορούσε στο δάχτυλό της και το γρόσι
που είχε, τα έδωσε προσφορά στο τραπέζι της ερανικής επιτροπής, λέγοντας: «Δεν
έχω τίποτα άλλο από αυτό το ασημένιο δαχτυλίδι κι αυτό το γρόσι. Αυτά τα
τιποτένια προσφέρω στο μαρτυρικό Μεσολόγγι».
Ύστερα από αυτή την
απρόσμενη χειρονομία, κάποιος από το πλήθος φώναξε: «Για δείτε, η πλύστρα η
Ψωροκώσταινα πρώτη πρόσφερε τον οβολό της» κι αμέσως το φιλότιμο πήρε και
έδωσε. Το αποτέλεσμα, λίρες, γρόσια και ασημικά πολλά. Από εκείνη τη
στιγμή με τιμητικό τρόπο, την
αποκαλούσαν με το «Ψωροκώσταινα».
Όταν ο Καποδίστριας ίδρυσε
ορφανοτροφείο, προσφέρθηκε, γριά πια και με σαλεμένο τον νου από τον πόνο και
τις στερήσεις ,να πλένει τα ρούχα των ορφανών χωρίς καμιά αμοιβή.
Και εκεί που άρχισε να
χαίρεται για τα «παιδιά της» που είχαν βρει ρούχα και φαγητό, λίγους μήνες μετά
τη λειτουργία του ιδρύματος η Πανωραία πέθανε. Όπως λένε τα γραπτά της εποχής,
οι επίσημοι δεν την τίμησαν. Την τίμησαν όμως με τον καλύτερο τρόπο τα παιδιά
του ορφανοτροφείου, τα οποία με λυγμούς τη συνόδευσαν στην τελευταία της
κατοικία.
Σε μια συνεδρίαση της
Συνέλευσης στο Ναύπλιο κάποιος παρομοίασε το Ελληνικό Δημόσιο με την
Ψωροκώσταινα. Από τότε κάθε φορά που αναφερόντουσαν οι πολιτικοί στο Δημόσιο το
ονόμαζαν «Ψωροκώσταινα».
Αλλά και όταν ανέλαβαν την
εξουσία οι Βαυαροί(όπως στις μέρες μας τροϊκανοί), οι αγωνιστές αποκαλούσαν την
αντιβασιλεία ειρωνικά «Ψωροκώσταινα». Οι Βαυαροί από την πλευρά τους, όταν
ήθελαν να απαντήσουν σε όσους ζητούσαν τη βοήθεια του κράτους για να
συντηρηθούν, έλεγαν περιφρονητικά: «Όλοι από την Ψωροκώσταινα ζητούν να
ζήσουν».
Το 1942,στη συνεδρίαση της
Βουλής, κάποιος βουλευτής χαρακτήρισε και πάλι την Ελλάδα Ψωροκώσταινα. Ένα
περιφρονητικό χαρακτηρισμό που είναι ακόμη αποδεκτός και στη σημερινή πολιτική
ορολογία. Χαρακτηρισμός, που για όσους γνωρίζουν την ιστορία, δεν πρέπει να
είναι απαξιωτικός, γιατί η Πανωραία Χατζηκώστα, η Ψαροκώσταινα ή Ψωροκώσταινα,
με τη ζωή της μας θυμίζει τον πλούτο που διαθέτει μέσα του ο κάθε άνθρωπος, όσο
φτωχός κι αν είναι, όσο μνημονιακός ή αντιμνημονιακός δηλώνει. Μπορεί με
πολλούς προσωπικούς τρόπους να βοηθήσει την πατρίδα και τη δοκιμαζόμενη κοινωνία.
Σου άρεσε; κάνε και εσύ Like στην αμερόληπτη ενημέρωση!