Της Βίκης Ελευθεριάδου*
“Δυοίν κακοίν προκειμένοιν, το μη χείρον βέλτιστον”
Mετά από πέντε μήνες πειραματισμών και
διαπραγματεύσεων που οδήγησαν σε ρήξη με τους εταίρους και αμφισβήτηση της
ευρωπαϊκής προοπτικής της χώρας, ο Πρωθυπουργός τελικώς αποδέχθηκε πως η
αντιμνημονιακή ρητορική που συμπυκνώνεται στο σύνθημα «για να βγει η χώρα από
τη κρίση», ενώ ως ιδέα φαντάζει πολυπόθητη, στη πραγματικότητα οδηγεί τη χώρα
σε χρεοκοπία και τους (ήδη αδύναμους) πολίτες της σε κατακόρυφο οικονομικό και
κοινωνικό μαρασμό. Έτσι λοιπόν ο Πρωθυπουργός απέτρεψε τη τελευταία στιγμή την
έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και ενδεχομένως την Ευρωπαϊκή Ένωση με όλες
τις αλυσιδωτές αντιδράσεις που αυτή θα προκαλούσε στο σύνολο της κοινωνίας. Το
αποτέλεσμα της δραματικής αυτής πορείας βέβαια είναι ένα τρίτο μνημόνιο που
φέρει την υπογραφή ενός κόμματος της αριστεράς.
H επόμενη ημέρα της ψηφοφορίας για τα
προαπαιτούμενα της νέας συμφωνίας βρίσκει τον Πρωθυπουργό μπροστά στα εξής
δεδομένα.
·
Το νέο μνημόνιο περιλαμβάνει στη
πλειονότητά του υφεσιακά μέτρα κι απευθύνεται σε μια κοινωνία της οποίας οι αντοχές
είναι πλέον περιορισμένες και η οποία μέσα σε δεκατέσσερις μήνες έζησε τρεις
εκλογικές αναμετρήσεις κι ένα δημοψήφισμα με την αναπόφευκτη πόλωση που η κάθε
διαδικασία συνεπάγεται. Βέβαια το νέο μνημόνιο φέρνει και μεταρρυθμίσεις που
έχει ανάγκη η χώρα και που για χρόνια η εκάστοτε κυβέρνηση αρνήθηκε να
υλοποιήσει.
·
Τη στιγμή που το ζητούμενο είναι η
διακυβέρνηση της χώρας με ωριμότητα, χωρίς τακτικισμούς, η πιο σκληρή
αντιπολίτευση στη Κυβέρνηση προέρχεται από το ίδιο της το κόμμα. Υιοθετώντας
την ερμηνεία του «όχι» ως ολοκληρωτική ρήξη με το καθεστώς των μνημονίων
αντιπολιτεύεται την πιο κρίσιμη πολιτική απόφαση του Πρωθυπουργού, τη πιο
κρίσιμη στιγμή. Μέσα σε έντονο κλίμα πολιτικής αστάθειας είναι αμφίβολο εάν θα
καταφέρει ο Πρωθυπουργός να πάρει τις τολμηρές πολιτικές αποφάσεις που για χάρη
της εκλογικής πελατείας δεν τόλμησαν προηγούμενες κυβερνήσεις.
Στο δημοψήφισμα της 5ης
Ιουλίου οι πολίτες προσήλθαν στη κάλπη ερμηνεύοντας ο καθένας το ερώτημα του
δημοψηφίσματος με τον δικό του τρόπο. «Μένουμε Ευρώπη – μένουμε Ελλάδα», «Ευρώ
– Δραχμή», «λιτότητα – ανάπτυξη», «μνημόνιο – ρήξη», «μνημόνιο – χρεοκοπία»,
«κυβερνητική σταθερότητα – εκλογές», «οικονομική εξαθλίωση – οικονομική
ανάταση». Το γεγονός αυτό καταδεικνύει εν πολλοίς και την άστοχη επιλογή της
διεξαγωγής δημοψηφίσματος επάνω σε ένα κείμενο που ακόμη κι αν υπερψηφιζόταν
δεν θα ίσχυε την επαύριο. Η ερμηνεία όμως του δημοψηφίσματος ως ολοκληρωτική
άρνηση των μνημονίων είναι αυθαίρετη καθώς οι συνέπειες μιας τέτοιας απόφασης
θα έφεραν κατακλυσμιαίες μεταβολές στη φυσιογνωμία της χώρας και κάτι τέτοιο
δεν είναι ηθικά επιτρεπτό χωρίς ξεκάθαρη λαϊκή εντολή. Η ρητορική ενάντια στο
μνημόνιο επικαλείται το συναίσθημα, αποτυγχάνει όμως να δώσει μια πειστική
απάντηση για τον τρόπο με τον οποίο θα πορευθεί η χώρα με μια υποτιμημένη δραχμή
(για παράδειγμα, οι εισαγωγές καυσίμων τιμολογούνται σε δολλάρια), κλειστά
σύνορα (το σχέδιο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την έξοδο περιλαμβάνει και έξοδο
από τη Συνθήκη Σένγκεν) και χαμηλή πρωτογενή παραγωγή.
Ο ΣΥΡΙΖΑ αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζει
ένα σοβαρό πρόβλημα στο εσωτερικό του. Η διαφοροποίηση αρκετών βουλευτών ως
προς την αναγκαιότητα σύναψης συμφωνίας με τους δανειστές, και η επιλογή (ή
αλλιώς καθήκον) να μην υποστηριχθεί η απόφαση της ηγεσίας, τορπιλίζει τη
προσπάθεια για διαχείριση της κρίσης και αναπόφευκτα θέτει εμπόδια που πολύ
σύντομα πιθανόν οδηγήσουν σε εκλογές. Το κυβερνητικό κόμμα έχει έντονη
κινηματική δράση κι εμπειρία στην αντιπολίτευση, είναι όμως άπειρο σε ζητήματα
διακυβέρνησης. Μέσα από τους χειρισμούς της Κυβέρνησης Τσίπρα φάνηκε πως ο
προεκλογικός νεανικός ενθουσιασμός γκρεμίστηκε από τη μετεκλογική βίαιη
ενηλικίωση και ο ρομαντισμός έκανε χώρο για τον πραγματισμό. Κανένας δεν είναι
ικανοποιημένος με τη συμφωνία (ποιος είναι άλλωστε;), πολλά όμως στελέχη του
κόμματος θεωρούν πως ο Πρωθυπουργός πρόδωσε τόσο το κόμμα του όσο και το 61%
των πολιτών που ψήφισαν ΟΧΙ στο δημοψήφισμα. Ως προς το πρώτο ενδεχομένως έχουν
δίκαιο αν και ο προεκλογικός λόγος του ΣΥΡΙΖΑ περιείχε λίγο απ’ όλα. Και έξοδο
από μνημόνιο και παραμονή στο ευρώ (αναρωτιέται κανείς ποιο εγχειρίδιο
πολιτικής παρέλειψε την αναφορά στον πλέον καθοριστικό παράγοντα σε μια
διαπραγμάτευση, τη θέση ισχύος). Ως προς την οικειοποίηση του 61%, για τους
λόγους που ειπώθηκαν πριν, η παραδοχή αυτή είναι άστοχη.
Εάν δεν συνυπολογίσει κανείς το γεγονός
ότι η τύχη της χώρας βρίσκεται στα χέρια του Πρωθυπουργού, ενδεχομένως αυτό που
θα έπρεπε να γίνει είναι να συνέλθουν τα όργανα του κόμματος και να
επιβεβαιώσουν που ανήκουν. Εάν δεν συμπλεύσουν με την ηγεσία, να οδηγηθούμε σε
νέα εκλογική αναμέτρηση με ξεκάθαρη πια τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ σε ζητήματα
διακυβέρνησης. Στην ιστορική και κρίσιμη αυτή στιγμή όμως, μέσα σε ένα
εξαιρετικά δυσχερές οικονομικό περιβάλλον, αυτό που έχει πρωτίστως σημασία
είναι η υπεύθυνη διαχείριση της κρίσης με αφετηρία τις μεταρρυθμίσεις που έχει
ανάγκη η χώρα και που για χρόνια η εκάστοτε κυβέρνηση αρνήθηκε να υλοποιήσει. Η
κατάργηση των μνημονίων δεν είναι μια μονομερής πράξη κι αυτό που ακούγεται
ευχάριστα ως σύνθημα στην ουσία είναι μια επίπονη προσπάθεια που θα έλθει μέσα
από μεταρρυθμίσεις και διαρθρωτικές αλλαγές. Προσοχή όμως, δεν αρκεί η
νομοθέτηση, χρειάζεται και η εφαρμογή του νόμου που παραδοσιακά προσκρούει σε
εγχώριες αντιδράσεις. Έφτασε η στιγμή ο Πρωθυπουργός να γίνει κυβερνήτης. Όχι
για το κόμμα του, για την Ελλάδα.
*Η Βίκη Ελευθεριάδου είναι απόφοιτος του
τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης (Αθήνα) με μεταπτυχιακή
ειδίκευση στην Ευρωπαϊκή Ένωση (Λονδίνο).