Λίγες ημέρες μετά το Βρετανικό δημοψήφισμα, όλοι πρέπει να
προσαρμοστούμε στις νέες συνθήκες. Οι κεντρόφυγες τάσεις στο Ευρωπαϊκό
οικοδόμημα είναι δεδομένες και το ίδιο ισχύει και για την ενίσχυση των
αντιευρωπαϊκών δυνάμεων.
Φυσικά, πρέπει να ξεχωρίσουμε τον αντιευρωπαϊσμό των Βρετανών από των
υπολοίπων ευρωπαίων. Είναι αλήθεια ότι η λιτότητα είναι δικό τους
εφεύρημα από την εποχή της Κας. Θάτσερ. Η αντιευρωπαϊκή ψήφος στην
Βρετανία όμως δεν υποκινήθηκε ούτε από την ανεργία, η οποία είναι μόλις
5,6%, ούτε από τις πολιτικές λιτότητας που εκπορεύονται από το Βερολίνο,
αφού η Βρετανία έχει εξαιρεθεί από το Ευρωπαϊκό πλαίσιο οικονομικής
διακυβέρνησης αλλά ούτε και από την προσφυγική κρίση καθώς δεν
συμμετέχει στο Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου και στο σύστημα
μετεγκατάστασης. Φυσικά, κανείς δεν υποτιμά την σημασία της αύξησης των
κοινωνικών ανισοτήτων των τελευταίων δεκαετιών από την παγκοσμιοποίηση.
Ωστόσο, κυριότερη αιτία ήταν οι ιστορικές φαντασιώσεις και μύθοι που
έχουν επικρατήσει σε ορισμένες δημογραφικές ομάδες του εκλογικού
σώματος, με τους ψηφοφόρους άνω των 65 να ψηφίζουν μαζικά υπέρ της
εξόδου σε αντίθεση με το 70% των νέων 18 -24 ετών που ψηφίσαν υπέρ της
παραμονής. Τα ποσοστά αυτά θα ήταν ακόμη χειρότερα αν δεν είχε προηγηθεί
και η στυγνή δολοφονία της Τζο Κοξ.
Σε κάθε περίπτωση, οι Βρετανοί έκαναν την επιλογή τους και θα πρέπει
να ζήσουν με τις συνέπειες αυτής. Το ζήτημα είναι τι θα κάνουμε εμείς οι
υπόλοιποι και πως θα μας επηρεάσει το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος.
Σίγουρα, δεν θα πρέπει άλλωστε να ξεχνάμε ότι ο κ. Φάρατζ με τον οποίον
κάποιοι, όπως ο κ. Καμμένος έβγαιναν φωτογραφίες χωρίς ντροπή, έκανε
προεκλογική εκστρατεία υπέρ του Brexit καταγγέλλοντας τα χρήματα που
στέλνονται σε χώρες σε οικονομική κρίση όπως η Ελλάδα, έχοντας ως φόντο
τη γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου.
Ένα πρώτο συμπέρασμα, είναι ότι η αποχώρηση της Βρετανίας συνιστά μια
σημαντική απομείωση της γεωπολιτικής ισχύος της ΕΕ. Με την Βρετανία
εκτός, η ΕΕ θα εκπροσωπείται στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Η.Ε. μόνο με
ένα μόνιμο μέλος. Ταυτόχρονα, μπορεί η Βρετανία να είναι μόνο ένα από τα
εικοσιοκτώ κράτη μέλη της ΕΕ αλλά είναι το δεύτερο μεγαλύτερο με
πληθυσμιακούς και οικονομικούς όρους. Άρα, το Brexit, πέρα από τον
οποιοδήποτε συμβολισμό που έχει, συνιστά και σημαντική αποδυνάμωση της
Ένωσης σε καθαρά ποσοτικούς όρους.
Επιπρόσθετο στοιχείο προβληματισμού, αποτελεί η ίδια η διαδικασία
αποχώρησης. Στην πραγματικότητα βρισκόμαστε σε αχαρτογράφητα ύδατα. Το
Άρθρο 50 της Συνθήκης της Λισσαβώνας, πράγματι προβλέπει συγκεκριμένες
διαδικασίες για την αποχώρηση ενός Κ-Μ. Αυτό όμως δεν είναι καθόλου απλή
υπόθεση. Ουσιαστικά, αυτό που θα έχουμε τα επόμενα χρόνια είναι μια
ενταξιακή διαπραγμάτευση από την ανάποδη. Πρόκειται για ένα κολοσσιαίο
έργο, σε μια ιδιαίτερα δύσκολη συγκύρια.
Αυτή η αβεβαιότητα, δυστυχώς, αναμένεται να παραταθεί μέχρι και δυο
χρόνια σύμφωνα με τους κανόνες της Συνθήκης της Λισσαβώνας. Αυτή, δεν
είναι θα είναι μια καλή περίοδος για την Ευρώπη. Αντίθετα, θα είναι μια
περίοδος στην οποία θα κυριαρχεί η αστάθεια και η οικονομική ανασφάλεια.
Και σε αυτό το πλαίσιο, η Ελλάδα τι πρέπει να κάνει; Το ερώτημα
συνδέεται άμεσα με τις προοπτικές του ενωσιακού οικοδομήματος. Είναι
προφανές, ότι θα υπάρξουν αλλαγές στην αρχιτεκτονική της ΕΕ ώστε αυτή να
μπορέσει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις των καιρών.
Η Ευρώπη πρέπει να βρει τον δρόμο της, και αυτό αναπόφευκτα
περιλαμβάνει και μια νέα αφήγηση για το τι είναι και πού αποσκοπεί το
εγχείρημα της ενοποίησης. Πρακτικά, υπάρχουν τρεις επιλογές μπροστά μας.
Η πρώτη, εκπορεύεται από αντιευρωπαϊστές, και μπορεί να συνοψισθεί στην
άποψη ότι η ΕΕ δεν έχει πλέον λόγο ύπαρξης. Η δεύτερη, προερχομένη από
συντηρητικούς κύκλους, υποστηρίζει την Ευρώπη των πολλαπλών ταχυτήτων.
Σε αυτό το σενάριο, ένας περιορισμένος αριθμός Κ-Μ θα προχωρήσουν στην
εμβάθυνση της ενοποίησης αφήνοντας όσους δεν θέλουν καθώς και όσους δεν
μπορούν στο σημερινό επίπεδο. Η τρίτη επιλογή, είναι η προοδευτική θέση
και υπογραμμίζει την ανάγκη περαιτέρω ενοποίησης και αλληλεγγύης για
όλους.
Είναι προφανές ότι οι Ελληνικές θέσεις, ειδικά στην σημερινή
συγκυρία, μπορούν να εξυπηρετηθούν μόνο μέσω της τρίτης επιλογής. Η
Ελλάδα έχει, εδώ και πολλές δεκαετίες, αποφασίσει να συμμετέχει στον
σκληρό πυρήνα της ευρωπαϊκή ενοποίησης. Αυτή η στρατηγική επιλογή
εξυπηρετεί καλύτερα τις εθνικές προτεραιότητες με δεδομένη την θέση της
χώρας σε μια ασταθή περιοχή καθώς και τους συσχετισμούς δυνάμεων όπως
έχουν διαμορφωθεί επί σειρά ετών. Οι Ελληνικές κυβερνήσεις και ο
πολιτικός κόσμος της χωράς πρέπει να κινητοποιηθούν προς αυτή την
κατεύθυνση ώστε να αποφύγουμε άσκοπες περιπέτειες.