Με το νέο καθεστώς, οι συμβασιούχοι ορισμένου χρόνου στους δήμους που είχαν προσφύγει στη δικαιοσύνη, ζητώντας τη μετατροπή των συμβάσεών τους σε αορίστου και είχαν δικαιωθεί, θα μπορούν πλέον να μονιμοποιούνται άμεσα, εφόσον ο εργοδότης τους, δηλαδή οι δήμοι, κρίνει ότι δεν χρειάζεται να προσφύγει εκ νέου στα δικαστήρια. Επίσης, δίνεται η δυνατότητα με μία δικαστική απόφαση να παρασχεθούν μισθολογικές αυξήσεις στους συγκεκριμένους υπαλλήλους.
Επί της ουσίας, οι εν λόγω διατάξεις –οι οποίες με πρωτοβουλία βουλευτών εντάχθηκαν την τελευταία στιγμή σε ένα νομοσχέδιο που δεν αφορούσε σε ζητήματα Τοπικής Αυτοδιοίκησης– σύμφωνα με δημοσίευμα της Καθημερινής, καταργούν:
• Την υποχρέωση που είχαν οι δήμοι να εξαντλούν τα ένδικα μέσα σε περιπτώσεις απόπειρας μετατροπής των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Πρόβλεψη η οποία υπήρχε σε νόμο (τον 3852) που είχε ψηφιστεί τον Ιούνιο του 2010, δηλαδή από την έναρξη του πρώτου μνημονίου.
Με το νέο θεσμικό πλαίσιο, η μονιμοποίηση των χιλιάδων συμβασιούχων που έχουν ήδη δικαιωθεί από τα δικαστήρια, θα είναι στη διακριτική ευχέρεια των αρμόδιων φορέων. Αν και οι δήμαρχοι θα συνεχίζουν να έχουν τη δυνατότητα νέας προσφυγής, εκτιμάται ότι κάτι τέτοιο θα σταματήσει να γίνεται στις περισσότερες των περιπτώσεων. Ακόμη κι αν οι συμβασιούχοι δεν είναι προσλήψεις από το παράθυρο που έκαναν οι ίδιοι οι αιρετοί, δεν θα εξαντλήσουν τα ένδικα μέσα, προκειμένου να αποφύγουν το πολιτικό κόστος.
• Τη διάταξη που προέβλεπε ότι «προκειμένου για μισθολογικές απαιτήσεις, κάθε μορφής, περιλαμβανομένων και των επιδομάτων, δεν είναι δυνατή η παραίτηση από την άσκηση ενδίκων μέσων, ο δικαστικός ή εξώδικος συμβιβασμός και η κατάργηση δίκης, εκτός από τις περιπτώσεις που το νομικό ζήτημα έχει κριθεί με απόφαση ανωτάτου δικαστηρίου». Ετσι, με μία απλή δικαστική απόφαση θα μπορούν να δίνονται αυξήσεις αποδοχών στους υπαλλήλους των ΟΤΑ.
Οι αλλαγές αυτές έχουν προκαλέσει την έντονη δυσαρέσκεια του οικονομικού επιτελείου, καθώς μπορούν να δημιουργήσουν νέες δαπάνες στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, που αυτή τη στιγμή δεν μπορούν να εκτιμηθούν με ακρίβεια από τις υπηρεσίες του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, δεδομένου ότι είναι άγνωστο τι θα πράξουν οι δήμοι και πόσοι συμβασιούχοι θα μονιμοποιηθούν. Τον μεγαλύτερο «πονοκέφαλο» δημιουργεί το «παράθυρο» που διανοίγεται για μισθολογικές αυξήσεις. Η όποια δαπάνη προκληθεί θα εγγραφεί στον προϋπολογισμό του 2017 (και στα επόμενα έτη) και θα επηρεάσει την επίτευξη του στόχου για το πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 1,75% του ΑΕΠ ή περίπου 3,2 δισ. ευρώ.
Στο πλαίσιο αυτό, στο υπουργείο Οικονομικών ανησυχούν ότι από αυτή την τροπολογία ενδεχομένως να προκύψει ένα κόστος το οποίο θα εκτροχιάσει τον προϋπολογισμό και θα οδηγήσει στην ανάγκη για λήψη νέων μέτρων, ώστε να διασφαλιστεί η επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων. Είναι, δε, βέβαιο ότι θα προκαλέσει και την αντίδραση των θεσμών, οι οποίοι πιθανότατα να ασκήσουν εκ νέου πιέσεις για επιπλέον παρεμβάσεις το 2017.
Υπενθυμίζεται ότι στις διαπραγματεύσεις Αθήνας – δανειστών για τη δεύτερη αξιολόγηση δεν έχει ακόμα κλείσει το θέμα της κάλυψης του δημοσιονομικού κενού για το επόμενο έτος. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί υποστήριζαν στην αρχή των συζητήσεων ότι το κενό είναι της τάξεως του 0,4% του ΑΕΠ ή περίπου 700 εκατ. ευρώ. Μετά την ανταλλαγή στοιχείων με το οικονομικό επιτελείο και τη λήψη κάποιων επιπρόσθετων παρεμβάσεων, η απόσταση έχει μειωθεί σε περίπου 0,1% του ΑΕΠ ή 180 εκατ. ευρώ. Ωστόσο, κυβέρνηση και ευρωπαϊκοί θεσμοί δεν έχουν ακόμα καταλήξει σε συμφωνία για το πώς θα καλυφθεί και αυτή η μικρή διαφορά. Ετσι, στο οικονομικό επιτελείο φοβούνται ότι η διάταξη που «απελευθερώνει» τη μετατροπή των συμβασιούχων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, ενδεχομένως να «φουσκώσει» και πάλι το κενό.