Η ιστορία γράφεται, συνήθως, από αφοσιωμένους μελετητές που
προσπαθούν να προσεγγίζουν τα ιστορούμενα γεγονότα με όση είναι δυνατόν
ψύχραιμη, αντικειμενική ματιά και «αφυδατωμένο» προσωπικό συναισθηματισμό.
Υπάρχουν, βέβαια, και ανθρώπινες
προσπάθειες να καταγράφονται τα ιστορικά γεγονότα, όπως οι ίδιοι τα βίωσαν.
Αυτή η πρωτογενής, προσωπική, υποκειμενική, φορτισμένη συναισθηματική
αφήγηση-εξιστόρηση, η μικροιστορία θα μπορούσαμε να την αποκαλούμε, δεν αποτελεί
εγχειρίδιο ιστορίας. Όμως, αποτελεί μια παρακαταθήκη από χρήσιμες ή συμπληρωματικές ψηφίδες στην
ανασύνθεση και κατανόηση, όχι μόνο της επίσημης ή επιστημονικής ιστορικής
καταγραφής, αλλά και στη διάδοση της ιστορίας ενός τόπου ή λαού.
Βέβαια, πολλά προσωπικά ημερολόγια
ή αυτοεκδόσεις μικροιστοριών καταλήγουν
αδιάβαστες ή ανεκμετάλλευτες στα ράφια των βιβλιοθηκών συγγενών και φίλων ή στα
υπόγεια παλαιοβιβλιοπωλείων. Ένα τέτοιο βιβλίο είχα την τύχη πέρυσι να ανασύρω
από τα υπόγεια βιβλιοπωλείου των Αθηνών: Αριστείδης Ν. Κλήμης. Λογοτεχνική Σαίτα στον
Αργαλειό της Ιστορίας, 1986. Από
αυτό, θα σας παρουσιάσω με συντομία μια ιστορία του: Δεν ανασταίνεται ο Χριστός απόψε.
Μάρτιος 1921,το Ελληνικό στράτευμα
της Ανατολής καταλαμβάνει το Αφιόν Καραχισάρ της Μικρασίας. Δίδεται, όμως,
εντολή για υποχώρηση μέχρι να έρθουν ενισχύσεις, υποχώρηση που ανυψώνει το
ηθικό του τουρκικού στρατού και των ατάκτων. Μπαίνει ο Απρίλιος και στην Αθήνα
ορκίζεται νέα αντιβενιζελική κυβέρνηση. Τα μέλη της ενώ πρώτα κατηγορούσαν τον
Βενιζέλο για τον πόλεμο τώρα τον επιθυμούν.
Απρίλης, Μέγα Σάββατο 1921 στο Ζεϊντελί, ένα χωριό του Αδραμυτίου έχουν
μαζευτεί οι πιστοί με τις λαμπάδες τους να ασπαστούν ο ένας τον άλλο, να
γιορτάσουν το Χριστός Ανέστη. Ο παπα
Νικόλας, γέννημα θρέμμα της Μυτιλήνης, ψάλλει, θυμιατίζει, διαβάζει το
Ευαγγέλιο. Ζεί στο Ζεϊντελί από το
καλοκαίρι του 1919 όταν έφτασε πάνω στο άλογο ο ίδιος και « ξοπίσω του ο βοϊδαραμπάς με τη νεαρή
παπαδιά, τα τρία παιδιά του, λίγα δέματα με ρουχισμό, ένα κοφίνι με κουζινικά
κι ένα καναπέ με αχυρόστρωμα» . Κάποιοι τον είπαν παλαβό που άφησε τη
Μυτιλήνη άλλοι τον είπαν λεβέντη και πατριώτη, αυτός ο παπάς τους έλαχε, τον καλοδέχτηκαν
αλλά ποτέ δεν τον κατάλαβαν.
Αυτή τη Μεγάλη Εβδομάδα του 1921, οι περισσότεροι άνδρες
έκαναν βάρδιες σα πολιτοφύλακες έξω από το χωριό για να μη μπούν οι Τσέτες.
Αλλά το Μέγα Σάββατο το βράδυ ήρθαν κι αυτοί να ακούσουν το « Χριστός Ανέστη εκ νεκρών ». Ο παπα
Νικόλας βγαίνοντας από την εκκλησιά για να ανέβει στην εξέδρα βλέπει τους
πολιτοφύλακες και φουρτουνιάζει. Φωνάζει: «τρελαθήκατε
βρε σείς; Γιατί μαζευτήκατε εδώ;». Τσιμουδιά οι πιστοί, νέκρα για μερικά
δευτερόλεπτα. Μα, η φωνή του παπα Νικόλα ακούγεται πάλι με σκληράδα: «Έ! Αφού είναι έτσι…δεν ανασταίνεται ο
Χριστός απόψε! Ακούσατε; Δεν ανασταίνεται ο Χριστός!! Εμπρός πηγαίνετε στις
θέσεις σας».
Και συνεχίζει το γράψιμο του ο Αριστείδης Κλήμης: «Σιωπή και αγωνία…ματιές ανήσυχες,
ερωτηματικές…όλα τα μάτια καρφωμένα στον παπά…κοιτάζουν γύρω τους μα δε βλέπουν
Τσέτες, μόνο τους δικούς τους ανθρώπους». Κάποια στιγμή, ο επίτροπος
Βαδιώτης τόλμησε να πεί: «Συχώρα τους
παπα Νικόλα. Έτσι είναι που τα λές. Μα κάνε την Ανάσταση και φεύγουν αμέσως
στις βάρδιες τους!». Ο παπάς απαντά κοφτά, αποφασιστικά : «Είπα! Ανάσταση αύριο! Ο Χριστός περιμένει.
Με τους Τσέτες τι γίνεται; Έπειτα
κατεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά της εξέδρας, μπαίνει στην εκκλησιά, παίρνει το
τουφέκι και τα φυσεκλίκια του, φωνάζει: Όποιος
θέλει ακολουθεί». Προχωρεί έξω από το χωριό, «οι γυναίκες, τα παιδιά και οι γερόντοι σκόρπισαν με τις λαμπάδες και τα
λαδοφάναρα στο χέρι…κίνησαν και οι φρουροί, επιστροφή στις θέσεις τους».
Τη νύχτα πέφτανε τουφεκιές που ακούγονταν μέχρι το χωριό.
Κατά το πρωί ηρέμησε η κατάσταση και αργότερα, όταν η μέρα λούζονταν στον ήλιο,
χτύπησε πάλι η καμπάνα: «…Αναστάσιμα,
ανοιξιάτικα τα χαμόγελα, οι ψαλμουδιές, τα βλέμματα… Αναστήτω ο Θεός και
διασκορπισθήτωσαν οι εχθροί αυτού…».
Όλα τα έθιμα τηρήθηκαν με ευλάβεια στο Ζεϊντελί. Το
πασχαλινό τραπέζι στρώθηκε και στο σπίτι του παπα Νικόλα. Ο ίδιος στη συνέχεια
ξάπλωσε να ξεκουραστεί από το βραδυνό ξενύχτι, μα δε μπορούσε να κλείσει μάτι.
Ώσπου, ακούστηκαν ποδοβολητά, καβαλλάρηδες έφεραν τα μαντάτα : «…Δέκα οι σκοτωμένοι στο γειτονικό χωριό την
Αμπελιά, πρώτος ο παπάς την ώρα που ανάσταινε, πολλοί οι λαβωμένοι». Στη
στιγμή ο παπα Νικόλας σηκώθηκε κι αρματώθηκε. Σε λίγο έτοιμοι ο Μανώλης κι ο
Μιχάλης, μαζί πάνω στ’ άλογα τραβάνε για την Αμπελιά. Η παπαδιά τόριξε στο
κλάμα, ο εξάχρονος γυιός του παπά μιξοκλαίγοντας παρακαλεί να τον πάρουν μαζί
τους.
Και
κλείνει την αφήγησή του ο Αριστείδης Κλήμης: «…ο μικρός έκλαψε, ξαλάφρωσε, του πέρασε, ήταν άλλο το δικό του κλάψιμο.
Πήρε το ντουμπερλέκι του, κάθησε στο κατώφλι, χτυπούσε το τεντωμένο πετσί:
Χιστός Ανέστη εκ νεκών, θανάτον θάνατος πατήσας, κέντις κέντις μνήμασι ζωήν
χαϊσάμενος». Και στο πλαϊνό χωριό, την Αμπελιά, Θρήνος και Επιτάφιοι μετά
την Ανάσταση