Παρατηρείται ότι η διαμάχη μεταξύ των νυν και των πρώην Υπουργών Κοινωνικής Ασφάλισης σχετικά με την σχεδιαζόμενη περαιτέρω μείωση των συντάξεων εστιάζεται στην μέτρηση του αριθμού των περικοπών που έγιναν διαχρονικά ενώ σε κάθε περίπτωση τονίζεται απ’ όλους η αναγκαιότητα τήρησης των μνημονίων που επέβαλλε την μείωσή τους.
Αν και είναι διαπιστωμένο ότι η εφαρμογή αυτής της πολιτικής προκάλεσε στην Κοινωνία και την Οικονομία της χώρας μείζονα προβλήματα που είναι γνωστά σε όλους (τρόικα- κυβέρνηση & αντιπολίτευση), το ζητούμενο είναι γιατί αγνοείται επιδεικτικά το δεδομένο ότι η βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού δεν είναι δυνατόν να εξασφαλισθεί μόνο από τις εισφορές των σημερινών εργαζομένων και αυτό γιατί δεν θα λαμβάνονται υπόψη:
> Τα Δημογραφικά στοιχεία που πιστοποιούν την εδώ και πολλά χρόνια μείωση των γεννήσεων και μοιραίως την αύξηση του αριθμού των ηλικιωμένων.
> Η αδυναμία της σημερινής Οικονομίας να απασχολήσει ενεργό πληθυσμό, πράγμα που επιβεβαιώνεται από το μεγάλο ποσοστό της ανεργίας (23,6%) αλλά και των νέων ατόμων (ιδιαίτερα των επιστημόνων) που συνεχώς μεταναστεύουν.
> Η ακολουθητέα Πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης που συρρίκνωσε τις αμοιβές των εργαζομένων και κατά συνέπεια μείωσε έτι περισσότερο την δυνατότητα κάλυψης των αναγκών του Ασφαλιστικού.
> Η περιστασιακή απασχόληση (part time) και η μεγάλη σε έκταση εισφοροδιαφυγή.
> Ότι η ισοπέδωση των συντάξεων προς τα κάτω δημιουργεί προβληματισμό σε πολλούς από τους εργαζόμενους με υψηλές αποδοχές, για την χρησιμότητα παραμονής τους σε ένα ασφαλιστικό σύστημα που τους επιβαρύνει μη ανταποδοτικά, καθώς επιβάλλει ποσοστιαία καταβολή εισφορών σχετιζόμενη με το ύψος του εισοδήματος των, πράγμα που θα προκαλέσει την εκδήλωση σοβαρών αντιδράσεων.
Κατά συνέπεια, προκύπτει η αδήριτη ανάγκη να θεσπισθούν πρόσθετοι πόροι για την ενίσχυσή του (π.χ. έσοδα από την εκμετάλλευση αεροδρομίων, λιμένων κλπ).
Κάθε άλλη επιλογή θα “σκοντάφτει” συνεχώς σε μη ρεαλιστικές συγκρίσεις με τελικό αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε περιθωριοποίηση και σε αδυναμία εκπλήρωσης των υποχρεώσεών προς τους πολίτες.
Παράλληλα η αντιμετώπιση του Ασφαλιστικού θα πρέπει να ειδωθεί και από διαφορετικό πρίσμα.
Οι σημερινοί συνταξιούχοι κατέβαλλαν διαχρονικά εισφορές προκειμένου να δημιουργήσουν αποθεματικό κεφάλαιο που θα επέστρεφε σε αυτούς δια μέσου των καθορισμένων συντάξεων, το οποίο δανείζετο και διαχειρίζετο η Ελληνική Πολιτεία και ως εκ τούτου σε διασταλτική ερμηνεία οι δικαιούχοι αυτού του κεφαλαίου είναι “Πιστωτές” του Ελληνικού Κράτους.
Αυτό σήμαινε ότι εφόσον είχε υπάρξει χρηστή διαχείριση αυτού του κεφαλαίου, η καταβολή των συντάξεων δεν θα είχε εξάρτηση από τις εισφορές των σημερινών εργαζομένων, δεν θα επιβάρυνε τον Κρατικό προϋπολογισμό και ούτε θα συνδέετο σε θεωρητικό επίπεδο με μια υποτιθέμενη δυνητική ανάπτυξη.
Αν και τα παραπάνω απηχούν κάποια οπτιμιστική θεωρία στη σημερινή πραγματικότητα, οι συνταξιούχοι που εμπιστεύτηκαν τις εισφορές τους στην Πολιτεία, όχι μόνο δεν μπορούν να διατηρήσουν την Κοινωνική τους θέση αλλά αντιμετωπίζουν και τεράστιες δυσκολίες στην εκπλήρωση των υποχρεώσεών τους πράγμα που έχει επιπτώσεις και στην Οικονομία.
Απέναντι λοιπόν στην ακολουθούμενη μέχρι σήμερα πολιτική μείωσης των συντάξεων μπορεί να αντιπαρατεθεί.
> Η Συνταγματική υποχρέωση της Πολιτείας να εγγυάται το εισόδημα των πολιτών.
> Το δεδομένο ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη χρησιμεύει ως υποκατάστατο άλλων μορφών κοινωνικών δαπανών και είναι πασιφανές πόσοι νέοι χωρίς εργασία στην παρούσα φάση συντηρούνται από τις τωρινές συντάξεις.
> Το Πρώτο Πρόσθετο Πρωτόκολλο (ΠΠΠ) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) που η νομολογία του Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΔΑΔ) δημιουργεί τις συνθήκες προστασίας του επιπέδου διαβίωσης των συνταξιούχων.
> Το δεδομένο ότι για να μην προκύψει Πιστωτικό γεγονός, το Ελληνικό Κράτος αποφάσισε να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις του μόνο προς τους Διεθνείς πιστωτές, η ασυνέπεια, στην μη εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς τους Έλληνες “Πιστωτές” δημιουργεί μείζον θέμα που δεν είναι μόνο ηθικής τάξεως αλλά μπορεί να χαρακτηρισθεί ουσίας .
Κατά συνέπεια και για να μην μακρηγορούμε θα πρέπει να αντιληφθεί η Ελληνική Πολιτεία ότι είναι αναγκαίο όσο ποτέ, να αλλάξει την Πολιτική που επιβάλλει την λιτότητα και την συρρίκνωση των εισοδημάτων όχι μόνο για την βιωσιμότητα του Ασφαλιστικού που άμεσα πρέπει να βρεθεί λύση αλλά και της Ελληνικής Οικονομίας και Κοινωνίας γενικότερα και μπορεί να στηριχθεί στο αξίωμα της Οικονομικής επιστήμης ότι καμμία ουσιαστική ανάπτυξη και παραγωγική επένδυση δεν γίνεται σε χώρα που η Κοινωνία της συνεχώς φθίνει.
Απρίλιος 2017
Δημήτρης Α. Ζακοντίνος, Οικονομολόγος-ΜCs Στρατηγικές σπουδές, Μέλος & τ. Αντιπρόεδρος ΕΛΙΣΜΕ
Πηγή: ithesis.gr