Ο τίτλος είναι ενδεχομένως παραπλανητικός ως προς τη στόχευση του παρόντος άρθρου. Σκοπός του συντάκτη δεν είναι η ανάλυση ενός ζητήματος τοπικής σημασίας που αφορά απλά τη δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της Ελλάδας. Απεναντίας είναι η ανάδειξη ενός εθνικού οράματος που μπορεί να μετουσιωθεί σε πράξη αξιοποιώντας τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της πόλης της Θεσσαλονίκης.
Καθώς η Ε.Ε επιχειρεί να διαφοροποιήσει τις ενεργειακές της πηγές και ενώ η Νοτιοανατολική Μεσόγειος επενδύει στην εκμετάλλευση του πλούσιου γεωλογικού της δυναμικού, βρίσκεται σε εξέλιξη ένας σκληρός διακρατικός «αγώνας δρόμου» για τη δημιουργία ενός μελλοντικού ενεργειακού κόμβου στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων. Το κράτος που θα καταφέρει τελικά να αναλάβει αυτό το ρόλο θα διεκδικήσει ταυτόχρονα δύο πράγματα: αφενός να καταστεί γεωγραφικό σημείο συνάντησης ποσοτήτων αερίου και ηλεκτρισμού από διάφορες πηγές προέλευσης, αφετέρου να μετατραπεί σε σημείο αναφοράς για το διασυνοριακό εμπόριο ενέργειας.
Η Ελλάδα οφείλει να διεκδικήσει αυτό το ρόλο, ώστε να αποτελέσει ταυτόχρονα διεθνές ενεργειακό σταυροδρόμι και περιφερειακό κέντρο εμπορίου ενέργειας. Και τα δύο μαζί αποτελούν τις ικανές και αναγκαίες συνθήκες που θα εξασφαλίσουν το μέγιστο δυνατό αναπτυξιακό συντελεστή για την εθνική οικονομία.
Η πατρίδα μας είναι σε θέση να το επιτύχει αυτό επενδύοντας στο παρακάτω τρίπτυχο: υποδομές, μεταρρυθμίσεις, θεσμοί. Αυτοί είναι οι τρεις υποχρεωτικοί «σταθμοί» του οδικού χάρτη που οφείλει να σχεδιάσει και να υλοποιήσει άμεσα η Ελλάδα. Αν όμως θέλουμε να μεγιστοποιήσουμε τις πιθανότητες επιτυχίας αυτού του εθνικού οράματος οφείλουμε να ορίσουμε ως αφετηρία αυτού του «οδικού χάρτη» την πόλη της Θεσσαλονίκης. Γιατί; Επειδή ένα τόσο φιλόδοξο εγχείρημα με έντονο περιφερειακό αποτύπωμα απαιτεί την υλική και θεσμική χωροθέτησή του στην πόλη με τη μεγαλύτερη γεωγραφική, ιστορική, πολιτισμική και κοινωνική «εγγύτητα» με την βαλκανική ενδοχώρα. Παρακάτω θα επιχειρήσω να εξηγήσω γιατί το αυτονόητο πεδίο εφαρμογής του προαναφερθέντος «τρίπτυχου» οφείλει να είναι η Θεσσαλονίκη.
Οι κύριες υποδομές που θα αναδείξουν την εκ των πραγμάτων κομβική θέση της Ελλάδος τοποθετούνται γεωγραφικά στη Βόρεια Ελλάδα.
Ο αγωγός TAP από το 2020 θα μεταφέρει 10 δις κυβικά μέτρα ανά έτος (ποσότητα 2,5 φορές μεγαλύτερη από την παρούσα συνολική ζήτηση αερίου στην Ελλάδα) μέσω της χώρας μας στην Ιταλία. Παράλληλα, σχεδιάζονται κάθετοι άξονες όπως οι αγωγοί IGB και IAP που θα επιτρέψουν τη διάχυση ποσοτήτων φυσικού αερίου προς Βουλγαρία-Ρουμανία και τα Δυτικά Βαλκάνια αντίστοιχα.
Επίσης, η προοπτική υλοποίησης του νέου σταθμού εισαγωγής υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG) στην Αλεξανδρούπολη, θα επιτρέψει την εισαγωγή φορτίων τόσο από τις ΗΠΑ όσο και από άλλες πηγές στο περιφερειακό ενεργειακό μίγμα. Το ίδιο ισχύει και για το σύμπλεγμα των αγωγών East Med και ITGI που θα επιτρέψουν τη διασύνδεση αποθεμάτων της Νοτιοανατολικής Μεσογείου με τη βαλκανική αλλά και την ευρωπαϊκή ενδοχώρα.
Επιπλέον, η υπόγεια αποθήκη αερίου της Καβάλας μπορεί να αποτελέσει την πρώτη σημαντική πηγή ευελιξίας για το ελληνικό ενεργειακό σύστημα. Όσον αφορά τον τομέα του ηλεκτρισμού, ήδη η πλειονότητα των διεθνών διασυνδέσεων της χώρας πραγματοποιείται μέσω των βορείων εθνικών μας συνόρων. Είναι λοιπόν προφανές πως τόσο η υφιστάμενη όσο και η μελλοντική εξωστρέφεια του ελληνικού ενεργειακού τομέα έχει τα θεμέλιά της στη Βόρεια Ελλάδα.
Τι είναι όμως αυτό που θα επιτρέψει στην Ελλάδα να μην περιοριστεί στο μονοσήμαντο ρόλο μιας χώρας «απλής διέλευσης» ενεργειακών ροών, αλλά να εξελιχθεί σε πραγματικό περιφερειακό κέντρο εμπορίας ενέργειας; Η απελευθέρωση της εθνικής της αγοράς και η δημιουργία νέων θεσμικών δομών.
Η Ελλάδα πρέπει να γίνει μία ελκυστική αγορά, προκειμένου να επιτρέψει στις νέες ποσότητες ενέργειας που θα φτάσουν στα βόρεια εθνικά μας σύνορα να αξιοποιηθούν εμπορικά στο εσωτερικό της χώρας. Χαρακτηριστικό και αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί ο TAP. Τα 10 δις κ.μ ανά έτος που θα φέρει ο TAP στην περιοχή μας ελέγχονται από 9 ευρωπαϊκές ενεργειακές εταιρείες, μεταξύ των οποίων μεγάλα ονόματα της παγκόσμιας αγοράς.
Η Ελλάδα έχει μία «χρυσή ευκαιρία»: να άρει τα εσωτερικά της προβλήματα εγκαθιστώντας συνθήκες απρόσκοπτου και υγιούς ανταγωνισμού, προκειμένου να επιτρέψει σε αυτές τις εταιρείες να δραστηριοποιηθούν και εντός της Ελληνικής Επικράτειας, πάντα με στόχο να χτίσουν ένα περιφερειακό αποτύπωμα στα Βαλκάνια. Η φυσική έδρα ενός αντίστοιχου εταιρικού παραρτήματος πρέπει να είναι ένα μεγάλο αστικό κέντρο της Βόρειας Ελλάδας όπως η Θεσσαλονίκη. Το αυτονόητο μέσο για την ενεργοποίηση αυτής της άκρως αναπτυξιακής προοπτικής για τη Θεσσαλονίκη και την πατρίδα μας είναι οι τολμηρές φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις.
Επιπλέον, σύμφωνα με την επιτυχημένη διεθνή πρακτική, μια χώρα μπορεί να καταστεί διεθνές εμπορικό κέντρο μέσω της δημιουργίας κατάλληλων θεσμών. Ο ακρογωνιαίος λίθος αυτής της προσπάθειας για την Ελλάδα ακούει στο όνομα «Χρηματιστήριο Ενέργειας». Πρόκειται για μία θεσμική δομή που μπορεί να εξασφαλίσει εύκολη, διαφανή και άμεση πρόσβαση επιχειρήσεων σε ενεργειακές συναλλαγές, λειτουργώντας σύμφωνα με τα διεθνή πρότυπα. Το Χρηματιστήριο έχει τη δυναμική να εξελιχθεί στο «σημείο συνάντησης» των συμμετεχόντων στην περιφερειακή αγορά ενέργειας, όπου θα συνάπτεται η πλειονότητα των εμπορικών συναλλαγών αερίου και ηλεκτρισμού που αφορούν την ευρύτερη περιοχή. Η εγκατάσταση αυτής της νέας θεσμικής δομής στη Θεσσαλονίκη, δηλαδή στην πόλη που εξασφαλίζει άμεση γεωγραφική πρόσβαση στις βαλκανικές αγορές, θα επέτρεπε στο Χρηματιστήριο Ενέργειας να διεκδικήσει τον περιφερειακό ρόλο που του αξίζει.
Η Ελληνική Πολιτεία βρίσκεται, λοιπόν, ενώπιον μίας διπλής ιστορικής πρόκλησης:
α) να διασφαλίσει για την Ελλάδα το ρόλο του ρυθμιστή του περιφερειακού εμπορίου ενέργειας με τα αντίστοιχα αναπτυξιακά οφέλη,
β) να δώσει επιτέλους υπόσταση στο όραμα μετατροπής της Θεσσαλονίκης σε «Πρωτεύουσα των Βαλκανίων» – ένα όραμα που παραμένει διαχρονικά κενό περιεχομένου.
Δεν τίθεται θέμα ιεράρχησης μεταξύ εθνικών και τοπικών προτεραιοτήτων. Δεν πρόκειται για κάποιου είδους «μεγαλοψυχία» του Κέντρου απέναντι στην Περιφέρεια. Απεναντίας, πρόκειται για την εκπλήρωση ενός εθνικού οράματος με όπλο τα αδιαφιλονίκητα συγκριτικά πλεονεκτήματα που διαθέτει η Θεσσαλονίκη έναντι των Βαλκανικών πρωτευουσών. Μία πόλη που φιλοξενεί το μεγαλύτερο πανεπιστήμιο των Βαλκανίων, ένα λιμάνι με γεωγραφική εγγύτητα στην βαλκανική ενδοχώρα, μία κοινωνία με ιστορικούς εμπορικούς δεσμούς με τους όμορους λαούς, μία περιφέρεια που διψά για ανάπτυξη και νέες θέσεις εργασίας, μία ιδιαίτερη πατρίδα ξενιτεμένων ικανών νέων που ονειρεύονται μία ευκαιρία να επιστρέψουν σπίτι τους…
Αλέξανδρος Λαγάκος (πρόεδρος Greek Energy Forum)
πηγή: liberal.gr
Σου άρεσε; κάνε και εσύ Like στην αμερόληπτη ενημέρωση!