Στη συνεδρίαση του Περιφερειακού Συμβουλίου Κ. Μακεδονίας, που πραγματοποιήθηκε στις 24 Ιουλίου 2017, συζητήθηκε εκτός της ημερήσιας διάταξης και μετά από μια εσπευσμένη διαδικασίας ένταξης σε αυτήν, η γνωμοδότηση επί της «Στρατηγικής Μελέτης Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) για την τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου για την αξιοποίηση ακινήτου Σιδηροδρομικού Εμπορικού Σταθμού Θεσσαλονίκης Ε.Σ.Θ.)». Η αξιοποίηση αφορούσε τη μελλοντική κατασκευή Μουσείου Ολοκαυτώματος και υπερψηφίστηκε από την παράταξη της διοίκησης, αλλά όχι και από τις παρατάξεις της αντιπολίτευσης.
Η πολεοδομούμενη περιοχή, με την προτεινόμενη τροποποίηση του ρυμοτομικού σχεδίου, διαμορφώνεται στο σύνολό της σε ένα οικοδομικό τετράγωνο συνολικής έκτασης 3.337 τ.μ., το οποίο διαχωρίζεται από το υπόλοιπο τμήμα του Ε.Σ.Θ. και των λοιπών κοινοχρήστων χώρων, από πεζοδρόμιο πλάτους 2 μ. συνολικής έκτασης 351,5 τ.μ. Η μελέτη θεωρεί ότι η έκταση είναι στην κυριότητα του Ο.Σ.Ε. και αποτελεί τμήμα του ευρύτερου Ε.Σ.Θ., συνολικής έκτασης 164 στρεμμάτων (αν και ο Δήμος Θεσσαλονίκης το είχε αμφισβητήσει αυτό πέρυσι, θεωρώντας ότι το μεγαλύτερο τμήμα της πολεοδομούμενης περιοχής αποτελεί κοινόχρηστο χώρο για το οποίο έχει ήδη συντελεστεί η απαλλοτρίωση και ως εκ τούτου δεν αποτελεί πλέον ιδιοκτησία της ΓΑΙΑΟΣΕ ώστε να είναι δυνατή η αξιοποίησή της). Μάλιστα, περιλαμβάνει τμήμα παλιότερης διακλάδωσης σιδηροδρομικής γραμμής, το οποίο πιθανότατα θα καταργηθεί. Οι χρήσεις γης που προβλέπονται, στο υφιστάμενο ρυμοτομικό σχέδιο, για τους χώρους για τους οποίους εκπονήθηκε η υπό εξέταση ΣΜΠΕ, είναι ΑΣΤΙΚΟ ΠΡΑΣΙΝΟ – ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ ΧΩΡΟΙ. Στις συγκεκριμένες χρήσεις επιτρέπονται τα πολιτιστικά κτίρια και οι εν γένει πολιτιστικές εγκαταστάσεις (άρθρο 9, ΠΔ/23.02.87), αν και είναι μάλλον απίθανο ο νομοθέτης να είχε στο νου του κτηριακές εγκαταστάσεις που ξεπερνούν τα 30 μέτρα σε ύψος!
Η έκταση αποτελεί ένα ακραίο τμήμα του Εμπορικού Σταθμού Θεσσαλονίκης, ο οποίος είναι χαρακτηρισμένος ως χώρος αστικού πρασίνου από το Γενικό Πολεοδομικό Σχέδιο, εντός του οποίου υφίστανται τα κτήρια του παλιού σταθμού, τέσσερα εκ των οποίων είναι χαρακτηρισμένα ως ιστορικά διατηρητέα μνημεία (ΦΕΚ 887/Β/1991) μαζί με τον περιβάλλοντα χώρο τους. Ένα από τα μεγάλα διατηρητέα κτίρια των μηχανοστασίων προοριζόταν για τη στέγαση Μουσείου Σιδηροδρόμων. Υπάρχουν όμως και άλλα σημαντικά κτίρια που δεν έχουν χαρακτηρισθεί ως διατηρητέα (παλιά επιμήκης αποθήκη λιθόκτιστη με ξύλινη στέγη, κτίριο τελωνείου, κτίρια ιστορικών συνεργείων/ εργαστηρίων προς την πλευρά του Λιμένα), που μπορούν να λάβουν νέες χρήσεις.
Κάτι που δεν αναφέρεται στη ΣΜΠΕ είναι ότι ο χαρακτηρισμός των διατηρητέων μνημείων και του περιβάλλοντος χώρου απαιτεί για κάθε επέμβαση μέσα στον χώρο τη σύμφωνη γνώμη του Υπουργείου Πολιτισμού. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε εάν έχει ενημερωθεί το συγκεκριμένο Υπουργείο και αν έχει εκδώσει σύμφωνη ή αν έχει διατυπώσει οποιεσδήποτε παρατηρήσεις. Η μη διευθέτηση του πολεοδομικού καθεστώτος, όπως και ο χαρακτηρισμός ως «κοινόχρηστος χώρος πρασίνου» από το Γ.Π.Σ., αναγνωρίζονται ως προβλήματα και από την ίδια τη ΣΜΠΕ (ανάλυση SWOT).
Δημιουργείται λοιπόν η απορία γιατί επιλέχθηκε αυτός ο τρόπος ανοικοδόμησης ενός νέου κτηρίου πολύ μεγάλου ύψους και ανοίκειου αρχιτεκτονικού χαρακτήρα στην περιοχή. Τα αρχιτεκτονικά σχέδια, που είδαν το φως της δημοσιότητας, το εμφανίζουν περισσότερο σαν ένα μεγάλο διαστημόπλοιο, που θα μπορούσε να προσγειωθεί οπουδήποτε. Πρόκειται δηλ. για μια αρχιτεκτονική μορφή που θα μπορούσε να υπάρχει παντού: στο Δελχί, στην Αβάνα, στο Καράκας, στο Βελιγράδι... Αναφέρεται, βεβαίως, στη ΣΜΠΕ ότι η κατασκευή του κτηρίου θα ακολουθήσει τις οδηγίες για μηδενικό ενεργειακό αποτύπωμα. Τότε γιατί δεν εξετάζεται και η λύση της «βύθισης» του κτηρίου στο έδαφος, με την κατασκευή μέρους του υπογείως;
Το βασικό ερώτημα, ωστόσο, είναι γιατί δεν επιλέχθηκε να ανακατασκευαστεί το κτήριο του Σταθμού που υπήρχε πριν την καταστροφή του από συμμαχικούς βομβαρδισμούς, όπως το είχε σχεδιάσει ο μεγάλος Πιέτρο Αριγκόνι, και να αναπλαστεί όλη η περιοχή, με τη διατήρηση και συντήρηση των ιστορικών διατηρητέων μνημείων και του χώρου που τα περιβάλλει. Έτσι θα διατηρούνταν καλύτερα και η ιστορική μνήμη του τελευταίου ταξιδιού των εβραίων συμπολιτών μας προς τα κρεματόρια του Άουσβιτς και του Μπιργκενάου, αλλά και η ιστορική αρχιτεκτονική φυσιογνωμία της περιοχής. Τα σχέδια υπάρχουν στο αρχείο του ΟΣΕ, παραμελημένα σε ένα βαγόνι ενώ θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν για την ανακατασκευή του Σταθμού, να διαρρυθμιστεί το κτήριο εσωτερικά και να κατασκευαστούν μεγάλοι υπόγειοι χώροι, για τη χρήση του ως Μουσείο του ολοκαυτώματος, σε συσχέτιση με τα άλλα υπάρχοντα ιστορικά κτήρια. Εκτός της αισθητικής και του σεβασμού της αρχιτεκτονικής ιστορίας, θα υπάρξει και σημαντική εξοικονόμηση χρημάτων, που θα επέτρεπαν στήριξη και εμπλουτισμό άλλων προγραμμάτων του Μουσείου, σχετικών με τη μελέτη και ανάδειξη της εβραϊκής ιστορίας της πόλης.
Αντίθετα, τώρα προκρίνεται μια νέα κατασκευή, αταίριαστη με το περιβάλλον και τεράστιου μεγέθους και ύψους, ως απρόσωπος χώρος υποδοχής μεγάλου αριθμού επισκεπτών. Πόσο εξυπηρετεί τελικά στη διατήρηση της ιστορικής μνήμης αυτή η επιλογή;
Βασικό ζήτημα επίσης αποτελεί ο συνολικός σχεδιασμός για ολόκληρη την περιοχή του ΕΣΘ, καθώς είναι αναγκαία η ενιαία αρχιτεκτονική και πολεοδομική του ρύθμιση, για να μην πολεοδομείται (ή πωλείται) σιγά σιγά και κομμάτι-κομμάτι. Μάλιστα, θα μπορούσε να προταθεί ένα σχέδιο ανάπλασης όχι μόνο των 136 στρεμμάτων, αλλά και της απέναντι ζώνης (κτήρια, αποθήκες, ανοικτοί χώροι) του ΟΛΘ ώστε να κερδίσει η πόλη μία μεγάλη περιοχή αντίστοιχη της παραλίας. Η ενιαία πλακόστρωση, φύτευση και η ένταξη όλων των οικοδομημάτων, η αφαίρεση των τοιχίων περίφραξης, και η ενοποίηση των δύο μεγάλων οικοπέδων, καθώς και η ρύθμιση του οδικού δικτύου (μόνο μέσα μαζικής μετακίνησης και ποδήλατα) θα απέδιδε μια δενδρόφυτη περιοχή περιπάτου, αναψυχής και πολιτιστικών εκδηλώσεων υψηλής επισκεψιμότητας και αστικού ενδιαφέροντος.
Η Οικολογία Αλληλεγγύη είχε αναδείξει το θέμα και πριν ένα χρόνο, τόσο με σχετικό Δελτίο Τύπου , όσο και με Επερώτηση προς τη Διοίκηση της Περιφέρειας , στην οποία σημειωνόταν ότι: «Μετά από δύο αναβολές σε αντίστοιχες συνεδριάσεις της Μητροπολιτικής Επιτροπής, δεν έχει ληφθεί ακόμη απόφαση για τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) για την αξιοποίηση ακινήτων του Σιδηροδρομικού Σταθμού Θεσσαλονίκης (Νέου) και του Εμπορικού Σταθμού Θεσσαλονίκης (Παλιού). Με πρόσφατη επιστολή (29 Ιουνίου) προς την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας, η Πρόεδρος του Παραρτήματος Θεσσαλονίκης της Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος και Πολιτισμού, κ. Όλγα Δεληγιάννη, υπέβαλε υπόμνημα, με το οποίο τονίζει την πολιτιστική και ιστορική αξία των δύο σταθμών και ζητά μια σειρά διευκρινήσεων και διασφαλίσεων». Η επερώτηση ζητούσε από τη διοίκηση τη διοργάνωση ειδικής συνεδρίασης για το συγκεκριμένο θέμα, ενώ σε δήλωση του Μ. Τρεμόπουλου, που συνόδευε το σχετικό Δελτίο Τύπου τονιζόταν ότι: «διαφαίνεται κίνδυνος να αφεθεί για το θέμα να ληφθεί η σχετική απόφαση από άλλους ή μέσα στο κατακαλόκαιρο, χωρίς μια ειδική συνεδρίαση, όπως αρμόζει στη σοβαρότητα του θέματος». Και βέβαια, ούτε ειδική συνεδρίαση έγινε και επανήλθε το θέμα μέσα στο κατακαλόκαιρο, με συνοπτικές διαδικασίες!...
Σου άρεσε; κάνε και εσύ Like στην αμερόληπτη ενημέρωση!