Η ιερή παρακαταθήκη του τελευταίου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Παλαιολόγου προς το Γένος των Ελλήνων συνοψίζεται στην άρνησή του να παραδώσει την Πόλη στον Πορθητή: «Το δε σοι δούναι την πόλιν ουτ’ εμού, ούτε άλλου τινός των οικούντων εν αυτή. Κοινή γαρ γνώμη πάντες αυτοπροαιρέτως αποθανούμεν και ου φεισόμεθα της ζωής ημών».
Η απάντηση αυτή σηματοδότησε την έκτοτε αδιάκοπη αντίσταση του Ελληνισμού κατά του κατακτητή μέχρι την ανάκτηση της ελευθερίας του και την πρόσκτηση της βασικής κρατικής του ολοκλήρωσης. Η απάντηση του Κολοκοτρώνη στην ιδέα του Άγγλου ναυάρχου Άμιλτον ότι πρέπει οι Έλληνες να ζητήσουν συμβιβασμό και η Αγγλία να μεσιτεύσει, περιέχει την πεμπτουσία της ελληνικής αντίστασης απέναντι στον κατακτητή: «Αυτό δεν γίνεται ποτέ, ελευθερία ή θάνατος. Εμείς καπετάν Άμιλτον ποτέ συμβιβασμόν δεν εκάμαμε με τους Τούρκους. Άλλους έκοψε, άλλους εσκλάβωσε με το σπαθί του και άλλοι καθώς εμείς ζούσαμε ελεύθεροι από γενεά εις γενεά. Ο βασιλεύς μας εσκοτώθη, καμμία συνθήκη δεν έκαμε, η φρουρά του είχε παντοτινό πόλεμο με τους Τούρκους και δύο φρούρια ήτον πάντοτε ανυπότακτα». Με είπε: «Ποία είναι η βασιλική φρουρά του, ποία είναι τα φρούρια;» - [Η φρουρά του βασιλέως μας είναι οι λεγόμενοι Κλέφται, τα φρούρια η Μάνη και το Σούλι και τα βουνά]. Έτσι δεν ομίλησε πλέον» (Τερτσέτης, Κολοκοτρώνη Απομνημονεύματα, Α, σ.179).
Ο κατακτητής τις ιδικές του ανάγκες φιλοτιμίαν ποιούμενος παρεχώρησε εξουσίες στον Πατριάρχη για να αποτρέψει την ένωση των Εκκλησιών, ενώ λόγω της εγγενούς διοικητικής ανεπάρκειας των Οθωμανών επέτρεψε την αυτοδιοίκηση των Κοινοτήτων, δύο βασικές δυνατότητες που αξιοποίησε ο υπόδουλος Ελληνισμός.
Χωρίς να απουσιάζουν περιπτώσεις προσωπικής αναξιότητας [«όμως υπάρχει τι το ανθρώπινον χωρίς ατέλεια;» (Καβάφης)] που ταυτίστηκαν με τα κελεύσματα του κατακτητή η Εκκλησία με τα στελέχη της στάθηκε στο ύψος της, επί κεφαλής της εθνικής αντίστασης.
Η επιστημονική κατάθεση για το ρόλο της Εκκλησίας στα χρόνια της δουλείας ενός διεθνούς κύρους ιστορικού του Νίκου Σβορώνου με την σφραγίδα μάλιστα του μαρξιστή, είναι βαρυσήμαντη:
«Η Εκκλησία παραμένει σ’ όλη την περίοδο από τον 15ο έως το τέλος του 17ου αιώνα η κατευθυντήρια δύναμη του Έθνους. Επί κεφαλής της εθνικής αντίστασης σ’ όλες τις μορφές της, εργαζόμενη για το σταμάτημα των εξισλαμισμών, συμμετέχοντας σ’ όλες τις εξεγέρσεις, ακόμη και διευθύνοντάς τες (έχει να δείξει μεγάλο αριθμό νεομαρτύρων, που είναι σύγχρονα και ήρωες της χριστιανικής πίστης και της εθνικής αντίστασης), ρυθμίζει επίσης την πνευματική ζωή» (Επισκόπηση της Νεοελληνικής Ιστορίας, Θεμέλιο, σ. 49).
Επώνυμοι και ανώνυμοι εκκλησιαστικοί άνδρες σε όλη την περίοδο της τουρκοκρατίας αναπτύσσουν ένα σταθερό εθνεγερτικό λόγο. Συχνά πύρινο που αναρριπίζει τις καρδιές των ραγιάδων, ενδυναμώνει την ελπίδα για το «ποθούμενον» και το «μελλούμενον» ξεσπά ενίοτε σε επαναστατικά σκιρτήματα. Η σπίθα της ελευθερίας συντηρείται άσβεστη και από τον προφητισμό ο οποίος, παρά τις κατά περίπτωση υπερβολές του κράτησε μαζί με τόσες άλλες ενέργειες ζωντανή την ελπίδα της εθνικής αποκατάστασης.
Φωτιστής, πνευματικός αναγεννητής ο άγιος των σκλάβων. Φλογερός, εμπνευσμένος, διορατικότατος, πρακτικός, χρησιμοποιεί έναν ορμητικό λόγο με τον οποίο πείθει και ξεσηκώνει. Ξεσηκώνει σε μετάνοια προκαλώντας την προσωπική απελευθέρωση των ακροατών του, αλλά καλλιεργεί επίσης την προσδοκία της πολιτικής τους αποκατάστασης.
Όραμά του, που πασχίζει να το εμπεδώσει στις χιλιάδες των ακροατών του το «ποθούμενον». «Το ποθούμενον θα γίνει στην τρίτη γενεά, θα το δουν τα εγγόνια σας» (επαλήθευσή του με τη Μεγάλη Επανάσταση).
Για τους Βόρειους Έλληνες: «Το ποθούμενον θα έρθει όταν θα΄ ρθουν δύο πασχαλιές μαζί» (1912 όπου συνέπεσε Ευαγγελισμός και Πάσχα).
Ο άγιος στη θυελλώδη δράση του λειτουργεί με ένα οξύ πολιτικό αισθητήριο. Επαναστάτης «έλλογος» χρησιμοποιεί μεθόδους και τρόπους αντιμετώπισης των ζητημάτων που υπαγορεύουν κάθε φορά τα ιστορικά δεδομένα. Αρνείται το καθεστώς του κατακτητή, αλλά χρησιμοποιεί στο μέγιστο βαθμό την ευχέρεια που του παρέχει για τον επανευαγγελισμό του λαού του. Πρόκειται για συνύπαρξη και από τα μέσα υπονόμευση της εξουσίας του κατακτητή.
Δεν συμβιώνει με την εξουσία, παραβιώνει μ’ αυτήν χωρίς όμως να συσχηματίζεται με τα έργα της. Ασκεί μια μόνιμη πίεση σε όλους τους τομείς. Μιλά αδιάκοπα και προφητεύει για το «ποθούμενο», την εθνική απελευθέρωση του λαού του. Προβαίνει σε πράξεις ευθείας αντίστασης κατά του καθεστώτος. Αίφνης «εν πληθούση αγορά» ονομάζει δημόσια τον μωαμεθανικό νόμο «γουρουνίσιο». Όχι λίγες φορές υπαινίσσεται δημόσια τον κατακτητή, «είναι αυτός όπου είναι στο κεφάλι μας, χωρίς να ειπώ το όνομά του» με σκληρές αναφορές εναντίον του: «ημείς εγκράτεια, αυτοί απώλεια, ημείς νηστεία, αυτοί πολυφαγία, ημείς παρθενία, αυτοί πορνεία, ημείς δικαιοσύνη, αυτοί αδικοσύνη».
Το όραμα του αγίου για τον Ελληνισμό επικεντρώνεται σε μια ορθόδοξη και ισχυρή Ελλάδα, πατρίδα δικαιοσύνης, αγάπης και ελευθερίας. Η ελευθερία είναι πρωτογενές στοιχείο της Ορθοδοξίας, η οποία αποκλείει την ταύτιση, ή την πρόσδεσή της με οποιοδήποτε πολιτικό καθεστώς.
Ο Πατροκοσμάς πραγματοποίησε 4 μεγάλες περιοδείες σε πόλεις, χωριά και απάτητα βουνά, παντού όπου ζούσαν Έλληνες μέσα σε αφάνταστα δύσκολες συνθήκες.
Δίδαξε με τον κατανοητό του πεντακάθαρο λόγο και προπαντός με το παράδειγμά του. Εδραία πεποίθησή του ότι το σχολείο ανοίγει τις εκκλησίες, το σχολείο ανοίγει τα μοναστήρια. Ίδρυσε 200 δημοτικά όπου καθιστούσε υπεύθυνους για τη λειτουργία τους τους κατοίκους που εξέλεγαν την διοίκησή τους. Και 10 (κατ’ άλλους περισσότερα) Ελληνικά, όπου διδάσκονταν αρχαία ελληνικά.
Συναρπαστικός, πηγαίος, ορμητικός όπου χρειάζονταν, αιχμαλώτιζε τα πλήθη. Κηρύσσοντας και σε περιοχές που επικρατούσε η ξενοφωνία πάσχιζε να την εξοβελίσει, επιβάλλοντας την ελληνοφωνία. Από όπου περνούσε συγκλόνιζε, συμφιλίωνε εχθρούς, μεταμόρφωνε ληστές, επανέφερε στην πίστη αλλαξοπιστήσαντες.
Στις δραματικές κοινωνικές συνθήκες που είχε επιβάλλει ο κατακτητής ο εξισλαμισμός προσφέρονταν ως διέξοδος στο οικονομικοκοινωνικό αδιέξοδο. Και βέβαια όσοι εξισλαμίζονταν, εκτουρκίζονταν, έχαναν την ελληνικότητά τους.
Αγαπητός ήταν ο άγιος και στους αλλοεθνείς και στους αλλοθρήσκους, πλην Εβραίων – τους άλλαξε τα παζάρια που είχαν καθιερώσει τις Κυριακές και τα κατηύθυνε τα Σάββατα. Δεν του το συγχώρησαν:
«Δέκα χιλιάδες χριστιανοί με αγαπώσι και ένας με μισεί. Χίλιοι τούρκοι με αγαπώσι και ένας όχι τόσον. Χιλιάδες Εβραίοι θέλουν το θάνατο και ένας όχι» (Αυγουστίνου Καντιώτη, Κοσμάς ο Αιτωλός, σ. 308).
Όπως όλοι οι μεγάλοι Πατέρες ο άγιος μας στηλιτεύει την βία, την αδικία και όλες τις κοινωνικές συνέπειες της αμαρτίας. Δύο και αιώνες μετά, δεν αντιμετωπίζουμε μία εξωτερική στρατιωτική κατοχή αλλά μια βίαιη έξωθεν επιβολή από τους διεθνείς τοκογλύφους που θυμίζει τις επώδυνες εκείνες ημέρες της δράσης του Πατροκοσμά.
Από τις προφητείες του αγίου
Αρ. 61: «Θάρθει πρώτα ένα ψευτορωμαίϊκο. Να μην το πιστέψετε θα φύγει πίσω».
Αρ. 67: «Θα σας επιβάλουν μεγάλο και δυσβάστακτο φόρο, αλλά δεν θα προφτάσουν». [Τώρα έχουν προφτάσει… με τα ΕΝΦΙΑ κλπ, κλπ]
Αρ. 68: «Θα βάλουν φόρους στις κότες και στα παράθυρα» (ενθ’ αν., σ.342, 343).
Είναι μήπως η οικονομικοπολιτική κατοχή των τωρινών τροϊκανών ηπιότερη από τους χρόνους εκείνους;
«Ψυχή και Χριστός σας χρειάζονται. Αυτά τα δύο όλος ο κόσμος να πέση δεν ημπορεί να σας τα πάρη, εκτός και τα δώσετε με το θέλημά σας. Αυτά τα δύο να τα φυλάττετε, να μη τα χάσετε» (ενθ’ αν. σ. 179).
Να τα φυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού…
Κατά τα λοιπά:
«Βοήθα μας Αη-Γιώργη και συ Άγιε Κοσμά
να πάρουμε την Πόλη και την Αγια-Σοφιά»!
Σου άρεσε; κάνε και εσύ Like στην αμερόληπτη ενημέρωση!