Την κριτική της άσκησε η Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης στην Ημερίδα «Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας των λεκανών απορροής ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Κ. Μακεδονίας», σε πρακτικές που επιλέγονται από τους αρμόδιους φορείς και ενθαρρύνουν την επέλαση του τσιμέντου (όπως η ευθυγράμμιση της κοίτης των ρεμάτων και οι παρωχημένες πρακτικές του εγκιβωτισμού, της κάλυψης και επίχωσης τους), ενώ Μέτρα Φυσικής Συγκράτησης Υδάτων και πρακτικές αποκατάστασης φυσικής όχθης αποτελούν ακόμη θεωρητικά εργαλεία και δεν προτείνεται ούτε ένα σχετικό πιλοτικό έργο στον σχεδιασμό αυτό.Η Οικολογική Κίνηση Θεσσαλονίκης, ανταποκρινόμενη στο κάλεσμα της Ειδικής Γραμματείας Υδάτων (ΕΓΥ) του Υπ. Περιβάλλοντος και Ενέργειας για συμμετοχή στην Ημερίδα «Σχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας των λεκανών απορροής ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Κ. Μακεδονίας», η οποία πραγματοποιήθηκε την Τρίτη 19/9 στο κτήριο του ΤΕΕ στη Θεσσαλονίκη, έθεσε τους εξής στόχους:
- να επιστήσει την προσοχή στην οικολογική διαχείριση των ποταμών και των χειμάρρων ως ζωντανών οικοσυστημάτων,
- να δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στα Μέτρα Φυσικής Συγκράτησης Πλημμυρών και αποκατάστασης φυσικής κοίτης,
- να αλλάξει τις προτεραιότητες και τη φιλοσοφία των Σχεδίων Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας σε πιο οικολογική κατεύθυνση.
Όπως αναφέρεται στο «Προσχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας» που δόθηκε για διαβούλευση στο πλαίσιο της Ημερίδας, στην υποζώνη του Πολεοδομικού Συγκροτήματος της Θεσσαλονίκης έχουν ολοκληρωθεί σημαντικά τμήματα έργων αποχέτευσης ομβρίων και ακαθάρτων από την ΕΥΑΘ, τα οποία αφορούν κυρίως σε κάλυψη, εκτροπή, διευθέτηση ρεμάτων, καθώς και στην «αναβάθμιση» του συστήματος Δενδροποτάμου (σελ. 58).
Είναι πραγματικά θλιβερό το να αναλογιστεί κανείς τη βιαστική και αλλοπρόσαλλη μορφή της αστικοποίησης των τελευταίων δεκαετιών και το πόσο λίγο αυτή σεβάστηκε τη Θεσσαλονίκη. Πολυκατοικίες, μικροί και μεγάλοι δρόμοι, εκκλησίες, σχολεία, θέατρα, γήπεδα και αθλητικά κέντρα φτιάχτηκαν πάνω από τις πρώην κοίτες των χειμάρρων. Το νερό, κατ' εξοχήν στοιχείο της ζωής, αντιμετωπίστηκε με εχθρότητα.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, μετά και από τις παρεμβάσεις όχι μόνο των οικολογικών οργανώσεων και ευαίσθητων πολιτών αλλά και τεχνικών και υπηρεσιακών παραγόντων, υποχώρησε σταδιακά η πρακτική του μπαζώματος και έγιναν προσπάθειες διατήρησης της ανοιχτής κοίτης των χειμάρρων. Ωστόσο, η νέα πρακτική περιλαμβάνει ευθυγράμμιση της κοίτης και εγκιβωτισμό με συρματοκιβώτια (σαρζανέτια). Η συγκεκριμένη μεθοδολογία καταστρέφει επίσης την κοίτη ως ζωντανό οικοσύστημα και τη μετατρέπει σε μια ανοιχτή τάφρο απορροής. Αυτό συνδυάζεται με τον δραστικό περιορισμό των ορίων της κοίτης, αποκλειστικά «εκεί που τρέχει το νερό», καταστρέφοντας παράλληλα μεγάλο μέρος της παρόχθιας βλάστησης. Η συνηθισμένη δικαιολογία είναι ότι «η κοίτη είναι πολύ στενή λόγω νόμιμης ή παράνομης ανοικοδόμησης, γεγονός που δεν αφήνει άλλη επιλογή». Με άλλα λόγια, επιλέγεται η νομιμοποίηση παρανομιών ή «παρατυπιών» ιδιωτών και παραλείψεων ή αδράνειας της διοίκησης σε βάρος των χειμάρρων αντί της αποκατάστασης της προηγούμενης κατάστασης.
Με την ευθυγράμμιση της κοίτης και τη χρήση συρματοκιβωτίων δίνεται η μέγιστη δυνατότητα για οικοδομική δραστηριότητα, σε βάρος της φυσικής κοίτης και της φυσικής βλάστησης, που πιθανότατα κατά το παρελθόν διαμόρφωναν μαιανδρισμούς και εναλλακτικές κοίτες διέλευσης. Η συγκεκριμένη μεθοδολογία ενισχύει αντί να μειώνει την ταχύτητα διέλευσης των πλημμυρικών παροχών, με αποτέλεσμα να αυξάνεται και ο αντίστοιχος κίνδυνος. Επιπλέον τα συρματοκιβώτια έχουν περιορισμένη διάρκεια ζωής και όταν το σύρμα διαβρωθεί υπάρχει κίνδυνος να παρασυρθούν χιλιάδες τόνοι από χαλίκια.
Παρά τη γενικότερη στροφή προς μεθόδους που διατηρούν ανοικτή την κοίτη των χειμάρρων, η πρακτική της κάλυψης και επίχωσης δεν έχει σταματήσει. Ένα από τα πιο απογοητευτικά παραδείγματα των τελευταίων ετών αφορά την κατασκευή του σταθμού του Μετρό στη Νέα Ελβετία. Αυτός κατασκευάζεται κυριολεκτικά επάνω και μέσα στον χείμαρρο του Ντεπώ (ή χείμαρρο Αλλατίνη ή Μερκουρίου), στη θέση μιας μικρής φυσικής λίμνης, μοναδικής στο αστικό περιβάλλον της πόλης. Τεράστια χωματουρικά έργα βρίσκονται σε εξέλιξη και γίνεται χρήση μεγάλων ποσοτήτων μπετόν ώστε να αντιμετωπιστούν τα θέματα στατικότητας και πλημμυρών. Μπορούν να αποτραπούν τέτοιες αστοχίες στον σχεδιασμό μεγάλων έργων;
Στο «Προσχέδιο Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας» του «Σχεδίου Διαχείρισης Κινδύνων Πλημμύρας των λεκανών απορροής ποταμών του Υδατικού Διαμερίσματος Κ. Μακεδονίας» της ΥΓΕ περιλαμβάνονται στο σύνολο των μέτρων και Μέτρα Φυσικής Συγκράτησης Υδάτων (σελ. 150-158). Ωστόσο, δεν προτείνεται ούτε ένα έργο αποκατάστασης κοίτης, έστω και πιλοτικό. Η μέχρι σήμερα πρακτική δείχνει μια διαρκή επέκταση των αποχετευτικών δικτύων εις βάρος των χειμάρρων, τόσο σε αστικές όσο και σε ημιαστικές περιοχές. Έτσι, οι παρωχημένες πρακτικές του εγκιβωτισμού, της κάλυψης και επίχωσης επεκτείνονται αντί να περιορίζονται, ακόμη και σε μικρές κωμοπόλεις και απομακρυσμένα χωριά.
Δυστυχώς, το κεφάλαιο «Αξιολόγηση αποτελεσματικότητας και ιεράρχηση μέτρων» (σελ. 167) είναι κενό κι έτσι δεν τίθεται κανένα κριτήριο προτεραιότητας στα μέτρα. Ίσως αποτελεί ένα σημείο για μελλοντική συμπλήρωση. Αποτελεί πάντως γεγονός το ότι Μέτρα Φυσικής Συγκράτησης Υδάτων και πρακτικές αποκατάστασης φυσικής όχθης αποτελούν ακόμη θεωρητικά εργαλεία που δεν τυγχάνουν υψηλής ιεράρχησης. Εάν υπερισχύσει ωστόσο αυτή η λογική, τότε η ισοπέδωση της τσιμεντοποίησης και υπογειοποίησης των χειμαρρικών υγροτοπικών οικοσυστημάτων θα συνεχιστεί.
Αν και η κατάσταση με τα ποτάμια είναι κάπως καλύτερη, λόγω και του μεγέθους τους, παρόλα αυτά και εκεί απέχει πολύ από τη σύγχρονη οικολογική διαχείριση. Παράνομες πρακτικές, όπως αμμοληψίες και μετατροπή παρόχθιων οικοσυστημάτων σε καλλιέργειες, εντείνουν τους κινδύνους πλημμύρας. Συχνές τεχνικές παρεμβάσεις, όπως ευθυγραμμίσεις, φράγματα και αντιπλημμυρικά αναχώματα δεν λαμβάνουν υπόψη οικολογικές και οικοσυστημικές παραμέτρους, με αποτέλεσμα τα ποτάμια οικοσυστήματα να μετατρέπονται σε απλά κανάλια μεταφοράς ή και αποθήκευσης νερού. Συνεπώς και εκεί θα πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση σε οικολογικές πρακτικές ανάσχεσης πλημμυρών και αποκατάστασης των παρόχθιων οικοσυστημάτων.
Στην Ευρώπη, την τελευταία δεκαετία, εκτελούνται πολύ σημαντικά έργα αποκατάστασης φυσικής κοίτης ποταμών και χειμάρρων σε πόλεις όπως η Βιέννη, το Μόναχο, το Όσλο και η Λιουμπλιάνα. Ιδιαίτερα το Όσλο, που προσομοιάζει περισσότερο με τη Θεσσαλονίκη, θα μπορούσε να αποτελέσει και μοντέλο για μελλοντικές παρεμβάσεις. Για αυτού του είδους τις παρεμβάσεις έχουν αναπτυχθεί ιδιαίτερα χρηματοδοτικά εργαλεία από την Ευρωπαϊκή Ένωση, τα οποία φαίνεται ότι εκμεταλλεύονται περισσότερο οι πόλεις της Κεντρικής Ευρώπης. Θα μπορούσαν, ωστόσο, να αξιοποιηθούν και στη Θεσσαλονίκη για να περιοριστεί επιτέλους η λαίλαπα του τσιμέντου, η οποία υποβαθμίζει συνεχώς την ποιότητα ζωής των πολιτών.
Σου άρεσε; κάνε και εσύ Like στην αμερόληπτη ενημέρωση!