Ομιλία Ευ. Βενιζέλου στην Ολομέλεια κατά τη συζήτηση του ν/σ του Υπουργείου Οικονομικών «Ρυθμίσεις για την εφαρμογή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων του Προγράμματος Οικονομικής Προσαρμογής και άλλες διατάξεις»
Επιτρέψτε μου, πριν από την παρέμβασή μου, να εκφράσω τα θερμά μου συλλυπητήρια στον ΣΥΡΙΖΑ για την απώλεια του Θόδωρου Μιχόπουλου.
Κυρίες και κύριοι βουλευτές, και οι προηγούμενες κυβερνήσεις μέχρι τον Ιανουάριο του 2015 κατέθεσαν πολλές φορές πολυνομοσχέδια για να ανταποκριθούν σε υποχρεώσεις που απέρρεαν από τα προγράμματα στήριξης. Θέλω να θυμηθείτε το πολιτικό και κοινωνικό κλίμα εκείνων των συζητήσεων στη Βουλή, τη στάση της τότε αντιπολίτευσης, τη στάση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, τη στάση και του συστήματος επικοινωνίας. Νομίζω ότι αυτό θα μας βοηθήσει για να κάνουμε μία ορθολογική και υπεύθυνη συζήτηση γύρω από την αρχή που διέπει το νομοσχέδιο και γύρω από την στρατηγική που δεν έχει, αλλά πρέπει να αποκτήσει η χώρα, καθώς βαδίζουμε προς τη λήξη του τρίτου μνημονίου, του μνημονίου της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Αναζήτησα και στην αιτιολογική έκθεση και στις συζητήσεις στην Επιτροπή την αρχή που διέπει το νομοσχέδιο αυτό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι υπάρχει ένας μεταρρυθμιστικός οίστρος ή μάλλον μία αγωνία να αποδείξει η κυβέρνηση ότι μπορεί να εφαρμόσει τα συμφωνηθέντα, έστω την υστάτη στιγμή, όπως-όπως, άρον-άρον ότι, εν πάση περιπτώσει, η αρχή που διέπει το νομοσχέδιο αυτό είναι ότι «είμαστε εδώ, οι καλοί διεκπεραιωτές, ακόμη και χωρίς σχέδιο, αλλά και χωρίς διαπραγμάτευση. Γιατί πρέπει να φθάσουμε στο τέλος, πρέπει να παρουσιάσουμε ως κυβέρνηση ένα success story, επικοινωνιακό και όχι πραγματικό, τον Αύγουστο του 2018 με τη λήξη του προγράμματος, ώστε να υπάρχει η ψευδαίσθηση, η νέα ψευδαίσθηση, πως τώρα πια είμαστε εκτός μνημονίου, έχουμε αγγίξει την περιβόητη και πολυπόθητη καθαρή έξοδο από την κρίση».
Υπήρξαν δύο συνεντεύξεις το Σαββατοκύριακο, μία του κυρίου Dijsselbloem και μία του κυρίου Wieser που νομίζω ότι μας βοηθούν ουσιαστικά να εντοπίσουμε την αρχή που διέπει πράγματι το νομοσχέδιο αυτό. Ο κύριος Dijsselbloem, εξομολογούμενος μετά την αποχώρησή του από τα καθήκοντά του, μας είπε ότι η παρούσα κυβέρνηση μετά τον Ιούνιο του 2015, δηλαδή μετά το εξάμηνο της μεγάλης και τραγικής περιπέτειες, δεν ήταν μία κυβέρνηση απλώς πρόθυμη, μία κυβέρνηση που επιδιώκει να αποδείξει ότι κάνει delivery, όπως λέγεται η ανταπόκριση στις υποχρεώσεις στη διάλεκτο των Βρυξελλών, αλλά είναι μία κυβέρνηση απολύτως ενδοτική, μία κυβέρνηση που στην πραγματικότητα χρησιμοποιεί μία διπλή γλώσσα, εμφανίζεται ακόμη με κάποια στοιχεία ριζοσπαστικότητας στο εσωτερικό, αλλά έχει παραδώσει τα πάντα εκεί που είναι το μέτωπο της διαπραγμάτευσης. Ο κύριος Wieser μας θύμισε ότι –όπως έχω πει εδώ κατ’ επανάληψη, θα έχετε κουραστεί να το ακούτε– στο μείζον ζήτημα του χρέους, οι όποιες παραμετρικές αλλαγές θα είναι σταδιακές και θα τελούν υπό προϋποθέσεις. Άρα, ούτως ή άλλως, θα υπάρχει ένα μνημόνιο, μία αιρεσιμότητα, η οποία θα ακολουθεί τη χώρα για πολλά χρόνια, για πολλές δεκαετίες για την ακρίβεια, ακριβώς, επειδή χάθηκε πολύτιμος χρόνος, δεν εκτιμήθηκε και δεν υιοθετήθηκε η στρατηγική του 2011-2012 και όταν τρέχει κανείς ασθμαίνοντας να εφαρμόσει μία πολιτική που τη συκοφάντησε, την υπονόμευσε και τώρα την υιοθετεί χωρίς να την κατανοεί, προφανώς έχει πάντα προβλήματα.
Το νομοσχέδιο, λοιπόν, προσπαθεί και πάλι να υπηρετήσει τη διπλή γλώσσα, που είναι εξωτερική υποταγή, όχι μόνο στο μέτωπο της οικονομίας, αλλά φοβούμαι και σε άλλα πιο σημαντικά μέτωπα για την εθνική υπόσταση, όπως δείχνουν ορισμένοι χειρισμοί στο λεπτό πεδίο της εξωτερικής πολιτικής και εσωτερικός αντιπερισπασμός. Εξωτερική υποταγή, εσωτερικός αντιπερισπασμός. Γιατί πάντα υπάρχουν εσωτερικοί εχθροί, εχθροί όχι μόνον πολιτικοί, κόμματα της αντιπολίτευσης, πολιτικά πρόσωπα, επιχειρηματίες, αλλά κοινωνικοί εχθροί με πρώτο στόχο την αποδεκατισμένη μεσαία τάξη και, βεβαίως, ο εσωτερικός αντιπερισπασμός έχει ένα γήπεδο στο οποίο εξελίσσεται, που είναι πάντα το γήπεδο των θεσμών, της δικαιοσύνης, της έννομης τάξης, του κράτους δικαίου. Γιατί, ακόμη και η αποδοχή των δημοκρατικών αντιλήψεων γίνεται πάντα με έναν υπολανθάνοντα αυταρχισμό, μία αυταρχική δημοκρατία, μία αντίληψη περί πλειοψηφίας, η οποία δεν αντιστοιχεί με τη λεγόμενη φιλελεύθερη δημοκρατία.
Πολιτική, άλλωστε, της κυβέρνησης είναι η πολιτική των επικοινωνιακών κόλπων και σε αυτά θυσιάζονται τα πάντα, και τα μείζονα, όπως φάνηκε και με την επίσκεψη Erdogan και με τη διαχείριση του ζητήματος των Τούρκων αξιωματικών και με τα θέματα που αφορούν το ονοματολογικό, το ζήτημα της Πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας, όπου έχουμε μία άκρως επικίνδυνη εσωτερίκευση της εξωτερικής πολιτικής. Έχει καταστεί το ζήτημα αυτό εσωτερικό θέμα, αντικείμενο αντιδικίας ακόμη και εσωκομματικών τριβών, χωρίς να σεβόμαστε το γεγονός ότι πρέπει να διεξαχθεί μία σιωπηρή, σοβαρή, επαγγελματική, υπεύθυνη διαπραγμάτευση με εθνική συνέπεια, με συναίνεση, η οποία να οδηγήσει σε ένα αποτέλεσμα και το αποτέλεσμα αυτό να τεθεί υπό την κρίση των αρμοδίων οργάνων κατά το Σύνταγμα. Όλα αυτά θυσιάζονται γιατί πρέπει πάντα να γίνονται τεχνάσματα και ταχυδακτυλουργίες εσωτερικής κατανάλωσης.
Βέβαια το νομοσχέδιο στη «φιλοσοφία» του, εντός εισαγωγικών, υπηρετεί το γνωστό σκοπό για τον οποίο μιλήσαμε και στον προϋπολογισμό, το στόχο της «καθαρής» εξόδου όπως είπα, μόνο που τώρα πια καταλαβαίνουμε τι είναι αυτή η καθαρή έξοδος. Καθαρή έξοδος είναι η γυμνή έξοδος στην οποία μας οδηγούν οι εταίροι, έχοντας όπως έχουμε πει, κατ’ επανάληψη, θεμελιωμένους και εν λειτουργία θεσμούς εποπτείας, μέχρι το 2060. Έχοντας λάβει δεσμεύσεις σε σχέση με τους δημοσιονομικούς στόχους και ιδίως το πρωτογενές πλεόνασμα, αλλά, βεβαίως, μας κρατούν υπό συζήτηση τα μέτρα για το χρέος, μας κρατούν υπό συζήτηση το μέγεθος του υβριδικού σχήματος των ταμειακών διαθεσίμων ασφαλείας, για τα οποία έχω υποβάλλει ερώτηση και αίτηση καταθέσεως εγγράφων στον Υπουργό των Οικονομικών και περιμένω συγκεκριμένους αριθμούς και συγκεκριμένες απαντήσεις για όλα τα ζητήματα που αποτελούν κεντρικό, κομβικό σημείο της συζήτησης για την κατάσταση της οικονομίας μετά τον Αύγουστο του 2018. Με δεδομένο ότι η συμπεριφορά των αγορών δεν μπορεί να παραβλεφθεί, η συμπεριφορά των αγορών είναι δυναμική, είναι αντιφατική, υπάρχουν εξωτερικότητες, όπως λέμε, οι οποίες την επηρεάζουν. Και δεν μπορείς να λύσεις μεγάλα προβλήματα, όπως είναι η βιωσιμότητα του χρέους, χρησιμοποιώντας μηχανισμούς οι οποίοι είναι βραχυπρόθεσμοι από τη φύση τους, όπως το μέγεθος των εντόκων γραμματίων, τα repos, η διόγκωση των ληξιπροθέσμων οφειλών του κράτους και ούτω καθεξής. Θα δούμε, λοιπόν, ποιο είναι αυτό το υβριδικό σχήμα το οποίο θα παρουσιαστεί, για να καταλάβουμε και το μέγεθος του προβλήματος και για να κάνουμε τη σύγκριση, την οποία έχω προτείνει να κάνουμε, με την προληπτική πιστωτική γραμμή του Νοεμβρίου του 2014.
Τα διαρθρωτικά μέτρα, τώρα, τα οποία με κάποιο στοιχείο αποστολικό, με τυφλό πάθος και χωρίς τύψεις προωθεί η κυβέρνηση και με το πολυνομοσχέδιο αυτό, υποτίθεται ότι οδηγούν πού; Οδηγούν στον εκσυγχρονισμό και την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, έτσι; Άρα, υπηρετούν μία ανοιχτή ανταγωνιστική οικονομία και μία αντίστοιχη κοινωνία. Αυτό όμως χρειάζεται, όπως είπα και προηγουμένως, μία στρατηγική αντίληψη για το πώς το πετυχαίνεις και πώς το αξιοποιείς και πρέπει βεβαίως να περιβάλλεται και από θεσμικές εγγυήσεις.
Ε, λοιπόν, ό,τι και αν κάνεις, όσες παρεμβάσεις και να κάνεις σε σχέση με τα καζίνο, σε σχέση με τα φάρμακα, σε σχέση με τη νέα διεύθυνση για το οικονομικό έγκλημα και τις προανακριτικές πράξεις, σε σχέση με τα λατομεία, σε σχέση με το κτηματολόγιο, σε σχέση με τη δικαιοσύνη και τους εναλλακτικούς τρόπους απονομής που είναι εξαιρετικά χρήσιμοι και κρίσιμοι, όπως η διαμεσολάβηση, τίποτα δεν γίνεται αν δεν πληρούνται οι θεμελιώδεις προϋποθέσεις.
Η θεμελιώδης προϋπόθεση, η κοινωνική, είναι η μεσαία τάξη. Χωρίς μεσαία τάξη δεν γίνεται να λειτουργήσει μία ανοικτή ανταγωνιστική κοινωνία που να μπορεί να καλύψει το χαμένο έδαφος και το χαμένο χρόνο. Αυτό που λεγόταν μέχρι πριν από λίγο καιρό μεσαία τάξη στην Ελλάδα, δεν μπορεί να ανασυγκροτηθεί με το υπάρχον φορολογικό και ασφαλιστικό καθεστώς και με το υπάρχον πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας. Χωρίς πραγματική στήριξη της επιχειρηματικότητας, όχι deals με λίγα επιμέρους μεγάλα συμφέροντα, δεν γίνεται. Και κυρίως χωρίς κοινωνία που να έχει υιοθετήσει πραγματικά το μεταρρυθμιστικό πρόταγμα, δεν γίνεται.
Το νομοσχέδιο αυτό αλλά και όλες οι άλλες κινήσεις της κυβέρνησης δεν προωθούν αυτή την αντίληψη. Προωθούν μία νεοπελατειακή αντίληψη, απευθύνονται σε μία κοινωνία που είναι ηττημένη, που βρίσκεται σε απόγνωση, αλλά τη θέλουν ηττημένη, τη θέλουν καθηλωμένη αναπτυξιακά, γιατί η κυβέρνηση είναι μία κυβέρνηση αναδιανομής επιδομάτων και θέλει μία κοινωνία της επιδοματικής προσδοκίας, όχι μία κοινωνία του εκσυγχρονισμού, της ανάπτυξης, των μεταρρυθμίσεων, της ανταγωνιστικότητας, της ισότιμης ευρωπαϊκής Ελλάδας που διεκδικεί τη θέση της μέσα στη διεθνή αγορά. Αυτό είναι το μεγάλο πρόβλημα.
Το μεγάλο πρόβλημα απορρέει δηλαδή από το γεγονός ότι η σημερινή κυβέρνηση, όχι λόγω της παρουσίας των Ανεξαρτήτων Ελλήνων, η κυβέρνηση συνολικά με κορμό το ΣΥΡΙΖΑ, φυσικά με όλα τα συμπαρομαρτούντα, αποτελεί η ίδια το μεγάλο πολιτικό πρόβλημα της οικονομίας. Είναι η ίδια το έμβλημα αυτής της μεγάλης και αξεπέραστης αντίφασης, διότι τα προβλήματα είναι γενετικά, τα προβλήματα είναι καταγεγραμμένα στον τρόπο με τον οποίο η παρούσα κυβέρνηση έγινε κοινοβουλευτική πλειοψηφία και ανήλθε στη θέση της κυβέρνησης. Αυτό δεν μπορεί να είναι ιστορικά αδιάφορο και ιστορικά ατιμώρητο. Αυτό καθηλώνει τη χώρα, οδηγεί σε αντιφάσεις που δεν μπορούν να ξεπεραστούν και η χώρα οδηγείται μέσα από νέα γενιά ψευδαισθήσεων στο στρατηγικό κενό μετά τον Αύγουστο του 2018.
Ευχαριστώ.