Ο χωροταξικός
προγραμματισμός-σχεδιασμός αποτελεί το βασικό εργαλείο που συγκεκριμενοποιεί,
εξειδικεύει και θέτει παραμέτρους στον χώρο, για την επίτευξη των επιθυμητών
στόχων του οικονομικού προγραμματισμού.
Επομένως στις σημερινές συνθήκες και το
«Ειδικό Χωρικό Σχέδιο για το παραλιακό μέτωπο, του ευρύτερου πολεοδομικού
συγκροτήματος Θεσσαλονίκης», είναι τμήμα των χωρικών ρυθμίσεων για την αποτύπωση, στο χώρο, της αντιλαϊκής
πολιτικής της άρχουσας τάξης, για τη διασφάλιση της ανταγωνιστικότητας του
κεφαλαίου, των μονοπωλιακών ομίλων, κάτι
που αποτελεί τον επιθυμητό στόχο του οικονομικού προγραμματισμού του, που
εκφράζεται από τις κεντρικές πολιτικές επιλογές των κυβερνήσεων και των οργάνων
τοπικής και περιφερειακής διοίκησης, που διαχειρίζονται τα συμφέροντά του.
Οι αλλαγές που προωθούνται στη «χωρική πολιτική»
, μέσα από τη στόχευση του Ειδικού Χωρικού, σκοπό έχουν την ενίσχυση της
κερδοφορίας για τους ομίλους, μέσα από τη διασφάλιση νέων επενδυτικών πεδίων,
την άρση περιορισμών στη χρήση γης προς όφελος του μεγάλου κεφαλαίου, την
επιτάχυνση της συγκέντρωσης γης και τεχνικών έργων, την προώθηση των
ιδιωτικοποιήσεων και του γενικότερου αστικού σχεδίου, για την καπιταλιστική
ανάπτυξη της επόμενης ημέρας, σε επίπεδο κλαδικών και εδαφικών προτεραιοτήτων. Όλα
αυτά, μαζί φυσικά με τη στόχευση για φθηνότερη εργατική δύναμη που συνεχώς
προωθείται.
Ένα Πλαίσιο χωροταξικού σχεδιασμού ενσωματώνει την επιβολή πολιτικών επιλογών, ή τις
προδιαγραφές πολιτικών επιλογών, που δεν είναι άμεσα αντιληπτές και δεν έχουν
κατ’ ανάγκη άμεσες χωρικές επιπτώσεις, επιλογών
που συνήθως παρουσιάζονται στην αφηρημένη γενικολογία του, ή αποτελούν απλά
ευχολόγια χωρίς άλλες αναφορές.
Από την στιγμή όμως που το οποιοδήποτε Χωροταξικό Σχέδιο
θεσμοθετείται, οι πολιτικές αυτές επιλογές εφαρμόζονται, με την επίκληση ότι
προβλέπονται από το χωροταξικό και είναι θεσμοθετημένες και νόμιμες. Κατά κανόνα όμως οι επιλογές αυτές έχουν πολλαπλές
επιπτώσεις στο γενικότερο οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον.
Άρα τίθεται το εύλογο ερώτημα: Για
ποιο λόγο απαιτείται επιτακτικά, στην παρούσα χρονική συγκυρία, η σύνταξη του
ΕΙΔΙΚΟΥ ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ για το Παραλιακό Μέτωπο του Πολεοδομικού Συγκροτήματος
Θεσσαλονίκης;
Ο κύριος
λόγος που απαιτείται η σύνταξη του ΕΙΔΙΚΟΥ ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ, είναι για να παράσχει το αναγκαίο χωρικό
πλαίσιο, για την ανάκαμψη αρχικώς και την ανάπτυξη στην συνέχεια της
περιφερειακής οικονομίας, σε πλήρη εναρμόνιση με τις ευρωπαϊκές προοπτικές και
το ευρωπαϊκό πλαίσιο, όπως αυτό συνοψίζεται
στη Στρατηγική «Ευρώπη 2020» και στη «Territorial Agenda 2020”. (ήδη
βρίσκεται σε εξέλιξη στη δυτική πλευρά του Παραλιακού Μετώπου, η εξυγίανση του
εδάφους από τη ρύπανση που προκάλεσε, τα προηγούμενα χρόνια, η ασύδοτη δράση
του κεφαλαίου, προκειμένου να θυσιαστεί ξανά η περιοχή στο βωμό της
προσδοκώμενης καπιταλιστικής ανάκαμψης.)
Είναι γνωστό εξ’ άλλου,
ότι η Στρατηγική «Ευρώπη 2020» αποτελεί επίσημο και δεσμευτικό οδηγό για
όλες τις τομεακές και περιφερειακές ευρωπαϊκές πολιτικές. Φυσικά αυτή η
στρατηγική ενσωματώνεται σε πλήθος
νομοθετημάτων μεταξύ των οποίων και όσων αφορούν, η εμπεριέχουν χωρικές
ρυθμίσεις.
Με την πρόταση περιεχομένου και τις στοχεύσεις του «ΕΙΔΙΚΟΥ
ΧΩΡΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΡΑΛΙΑΚΟΥ ΜΕΤΩΠΟΥ», δεν εκφράζεται κατά την γνώμη μας σαν
επιθυμητός στόχος η εφαρμογή ενός
χωροταξικού πλαισίου, που με λεπτομερείς προσεγγίσεις, θα αξιοποιούσε τις αναπτυξιακές δυνατότητες
της περιοχής, με στόχο την πλήρη απασχόληση και την αύξηση του
εισοδήματος της λαϊκής οικογένειας, με ταυτόχρονο σεβασμό στο
ανθρωπογενές και φυσικό περιβάλλον. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η ένταξη στο ΕΧΣ
της έκτασης του πρώην ΟΕΚ όπου είχαν εκπονηθεί μελέτες για ανέγερση εργατικών
κατοικιών, που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν.
Αντίθετα επιχειρείται
η άρση και των τελευταίων εμποδίων για την προστασία του περιβάλλοντος, η
πλήρης εναρμόνιση με την πολιτική της βαρβαρότητας, και η πλήρης ενσωμάτωση της
πολιτικής της περιφερειακής ανάπτυξης στις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, στις
ανάγκες και τις προτεραιότητες του κεφαλαίου στις σημερινές συνθήκες.
Στο
ερώτημα αν θα μπορούσε να το πραγματοποιήσει, η απάντηση μας είναι
κατηγορηματικά όχι, αφού η Διοίκηση της ΠΚΜ, οι Διοικήσεις των Δήμων, η ΠΕΔ-ΚΜ,
αλλά και το κεντρικό κράτος, ομνύετε όρκους πίστης στους νόμους της ελεύθερης
αγοράς, της ανταγωνιστικότητας, του συστήματος δηλαδή της εκμετάλλευσης
ανθρώπου από άνθρωπο, που χαρακτηρίζεται από αναρχία στην παραγωγή, από ανισομετρία
στην ανάπτυξη, αφού υποτάσσεται στον υπέρτατο νόμο του κέρδους. Για
αυτό το λόγο και ο χωρικός σχεδιασμός έχει περιορισμένο χαρακτήρα και
αντιφάσεις ως προς τους επιμέρους στόχους. Για αυτό το λόγο δεν μπορεί να
υπάρξει και αντιμετώπιση των διαπεριφερειακών και ενδοπεριφερειακών ανισοτήτων,
(όπως πχ, η «ισόρροπα κατανεμημένη ανάπτυξη» που υπόσχεται η εισήγηση της
Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας).
Επειδή η «ανάπτυξη»
δεν είναι κάτι ουδέτερο, οι διάφορες χωροταξικές ρυθμίσεις δεν αποτελούν
ουδέτερες τεχνοκρατικές επιλογές. Καθορίζεται από το ποιος ελέγχει την
οικονομία και επομένως την εξουσία, ποιο είναι το αποτέλεσμά της και ποιος
ωφελείται από αυτό.
Σε αντίθεση με την πολιτική της κεντρικής εξουσίας και των
παρατάξεων που υιοθετούν και υλοποιούν αυτή την πολιτική στην περιφέρεια μας,
ως «Λαϊκή Συσπείρωση» και ως Κ.Κ.Ε., επιδιώκουμε την οργάνωση της οικονομίας
και της κοινωνίας σε άλλη βάση, στα πλαίσια μιας άλλης εξουσίας της λαϊκής
εξουσίας με λαϊκή οικονομία.
Μόνο μέσα στα πλαίσιο ενός τέτοιου ριζικά διαφορετικοί
δρόμου ανάπτυξης μπορεί να υπάρξει
χωροταξικός σχεδιασμός προς όφελος του λαού. Και αυτός απαιτεί μια κοινωνική οργάνωση, όπου η γη και
τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής θα αποτελούν κοινωνική ιδιοκτησία και η
παραγωγή θα αναπτύσσεται με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό και εργατικό
έλεγχο, με κριτήριο τη διευρυνόμενη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.
Σ’ έναν τέτοιο ριζικά διαφορετικό τρόπο παραγωγής και
κοινωνικής ανάπτυξης, ο χωροταξικός σχεδιασμός θα αποτελεί τη «χωρική έκφραση»
του οικονομικού κεντρικού σχεδίου προς όφελος των λαϊκών αναγκών. Θα μπορεί να
εκπληρώνει στόχους που σε συνθήκες καπιταλισμού είναι αλληλοαποκλειόμενοι και
γι’ αυτό εμφανίζονται από την άρχουσα τάξη ως αντιφατικοί όπως: προστασία του
φυσικού περιβάλλοντος, ισόρροπη ανάπτυξη των κλάδων της οικονομίας και των
περιοχών της χώρας (πχ, Παράκτιο Μέτωπο Θεσσαλονίκης), φιλολαϊκή αξιοποίηση του
ορυκτού πλούτου, φιλολαϊκή αξιοποίηση της γεωστρατηγικής θέσης της χώρας, με
αμοιβαία επωφελείς συμφωνίες με ταυτόχρονη αναβάθμιση του βιοτικού επιπέδου του
συνόλου των εργαζόμενων.
Σε
τέτοιες συνθήκες, ο χωροταξικός σχεδιασμός θα μπορεί να εξασφαλίζει επαρκείς,
ασφαλείς, ευρύχωρες, κατάλληλες λαϊκές κατοικίες, επαρκείς υποδομές κοινής
ωφέλειας (π.χ. αντιπλημμυρική και αντιπυρική προστασία, αντισεισμική θωράκιση,
υποδομές κοινωνικών υπηρεσιών κ.ά.) νοσοκομεία, εκπαιδευτικά ιδρύματα και
ελεύθερους χώρους, που να καλύπτουν το σύνολο των αναγκών του λαού, γρήγορες,
φθηνές και ασφαλείς μεταφορές για τους εργαζόμενους στον τόπο εργασίας και
αναψυχής, πραγματική πρόσβαση στη θάλασσα και στους ορεινούς όγκους για
ανάπαυση, ασφαλή κτήρια και υποδομές των εργασιακών χώρων.
Τα απαραίτητα έργα για την υλοποίηση των αναγκών αυτών, θα
σχεδιάζονται και θα κατασκευάζονται από τον ενιαίο κρατικό φορέα κατασκευών
που, απαλλαγμένος από το κυνήγι του κέρδους, θα μπορεί να διασφαλίζει
μεγιστοποίηση της ποιότητας, ελαχιστοποίηση της δαπάνης εργατικής δύναμης και
πρώτων υλών και σχεδιασμό των έργων με γνώμονα τις λαϊκές ανάγκες. Η αύξηση της
παραγωγικότητας της εργασίας θα μεταφράζεται σε βελτίωση του βιοτικού επιπέδου,
σε μείωση των ωρών εργασίας, σε περισσότερο και ποιοτικότερο ελεύθερο χρόνο για
τους εργαζόμενους, απελευθερώνοντας τις δημιουργικές δυνάμεις της κοινωνίας και
δίνοντάς τους τη δυνατότητα πραγματικής αξιοποίησης των υποδομών.
Ο ελληνικός λαός δεν πρέπει να επιτρέψει την παράδοση της
"γης και του ύδατος" στους επιχειρηματικούς ομίλους ούτε να κάνει
θυσιάσει το τσάκισμα της ζωής του στο βωμό της ανάκαμψης της κερδοφορίας τους.
Η όποια ανάπτυξη μπορεί να φέρει ο καπιταλιστικός δρόμος που βιώνουμε θα
βασίζεται στην παραπέρα εξαθλίωση των εργαζομένων, σε μισθούς πείνας, σε
ανύπαρκτα δικαιώματα, στην καταστροφή του περιβάλλοντος.
Ο μονόδρομος των εργαζομένων, των λαϊκών στρωμάτων ευρύτερα
είναι η πρόταση του ΚΚΕ για τη ΛΑΪΚΗ ΕΞΟΥΣΙΑ ΜΕ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΠΟΙΗΣΗ ΤΩΝ ΜΟΝΟΠΩΛΙΩΝ
ΚΕΝΡΙΚΟ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΛΑΪΚΟ ΕΛΕΓΧΟ- ΑΠΟΔΕΣΜΕΥΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΥΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ.
Είναι η μοναδική ρεαλιστική κι ελπιδοφόρα πρόταση που μπορεί
να βάλει οριστικό τέλος στα μνημόνια και τις θυσίες όπου υποβάλλεται ο λαός στο
βωμό του καπιταλιστικού δρόμου ανάπτυξης.
Η πραγματοποίηση αυτού του δρόμου
εξαρτάται από τη λαϊκή θέληση.
Ο δρόμος της ρήξης με την ΕΕ και το ΔΝΤ, το ντόπιο και ξένο
κεφάλαιο, περνά απαραίτητα από τη συσπείρωση με το ΚΚΕ.
Σου άρεσε;
κάνε και εσύ Like στην αμερόληπτη ενημέρωση!