Μολονότι φαίνεται παράξενο, εν τούτοις μέγας ευεργέτης του ανθρώπου είναι η θλίψη και ο πόνος. Ο πόνος κάνει τον άνθρωπο να αισθανθεί την αδυναμία του, να ταπεινωθεί, να μετανοήσει, να καταφύγει στον φιλάνθρωπο Θεό, να ζητήσει με πόθο και να βρει τη θεία βοήθεια και προστασία. Αυτό το βλέπουμε στο δυστυχή πατέρα του δαιμονισμένου παιδιού της ευαγγελικής περικοπής της Κυριακής.
Η ευαγγελική περικοπή αναφέρεται στο περιστατικό, όπου ένας πατέρας με πενιχρή πίστη πλησιάζει τον Χριστό και τον παρακαλεί «εάν και εφόσον μπορεί», να θεραπεύσει τον υιό του που «σεληνιάζεται» και ταλαιπωρείται τόσο, ώστε να κινδυνεύει η ίδια η ζωή του. Επισημαίνεται στη συνέχεια τόσο η αδυναμία των μαθητών να θεραπεύσουν τον δαιμονισμένο υιό, όσο και ο έλεγχος της απιστίας από τον Χριστό, πρώτα των μαθητών κι έπειτα όλων των υπολοίπων ανθρώπων.
Εντύπωση προκαλεί το γεγονός, ότι από τη μία ο Χριστός προβάλει την απιστία ως εμπόδιο στην επιτέλεση του θαύματος, θέτοντας, συνεπώς, ως προϋπόθεση την πίστη και από την άλλη προσφέρει τη θεραπεία, αγνοώντας την ολιγοπιστία των παρευρισκόμενων ανθρώπων. Από αυτό γίνεται φανερό, ότι η φιλανθρωπία και η ευεργεσία του Θεού, δεν περιορίζεται μόνο στους λεγόμενους πιστούς, αλλά επεκτείνεται και στους απίστους -πάντα κατά το ανεξιχνίαστό Του θέλημα- «όπου ο πανάγαθος Θεός «τον ήλιο ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους».
Κεντρικό σημείο της ευαγγελικής περικοπής, είναι το πρόσωπο του Χριστού και της αποστολής του μέσα στον κόσμο. Ο άνθρωπος, βυθισμένος στην τυραννία της απιστίας του και την κυριαρχία του διαβόλου, καταλήγει σε τραγικό αδιέξοδο. Όμως, ο Χριστός, ο ενανθρωπήσας Θεός, έχει τον τελευταίο λόγο, αφού έρχεται και πλησιάζει τον κάθε άνθρωπο «προσωπικά», όπως δηλαδή και στην περίπτωση του δαιμονιζόμενου νέου, τον θεραπεύει και τον ελευθερώνει από την επίδραση του διαβόλου, των παθών, αλλά και του έσχατου εχθρού του, που είναι ο θάνατος.
Την ίδια στιγμή, ο Κύριος υποδεικνύει και τον τρόπο που υποβοηθά στην απελευθέρωση από το γένος των δαιμόνων. Όπως χαρακτηριστικά γράφει ο ευαγγελιστής Ματθαίος, το γένος αυτό «ουκ εκπορεύεται ει μη εν προσευχή και νηστεία». Αναφερόμενος ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος στην προσευχή και τη νηστεία, τις χαρακτηρίζει ως τις δύο φτερούγες που ανεβάζουν τον άνθρωπο στον ουρανό. Η προσευχή τοποθετείται στην πρώτη θέση, διότι είναι το κατεξοχήν μέσο επικοινωνίας με τον Θεό και εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Η προσευχή και η νηστεία, είναι δύο είδη άσκησης που έχουν, όμως, τον ίδιο σκοπό, ο οποίος αφορά στον αγιασμό του όλου ανθρώπου, ως σώματος και ψυχής και την επανασύνδεση και ένωσή του με τον Θεό. Ειδικότερα, η προσευχή είναι η άσκηση της ψυχής, δηλαδή η ψυχή «νηστεύει» κατά κάποιο τρόπο από τους εμπαθείς λογισμούς, με σκοπό ο νους να προσκολληθεί στην ενθύμηση του Θεού, να επιτύχει, με άλλα λόγια, την «μνήμη Θεού», όπως ονομάζεται στην πατερική γραμματεία. Ακολούθως, η νηστεία δεν μπορεί να διακριθεί από την προσευχή. Αφού η κοσμική ζωή, όπως μας διδάσκει ο απόστολος Παύλος, ενισχύει τις επιθυμίες της σάρκας έναντι των επιθυμιών της ψυχής, τότε η νηστεία έρχεται να ενισχύσει την προσευχή, αποτρέποντας την προσκόλληση του νου στις τροφές και κατ’ επέκταση τη φιληδονία και τις μέριμνες κι έτσι τον επαναφέρει στην καθαρή προσευχή.
Συμπερασματικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι η προσευχή σε συνδυασμό με τη νηστεία, πάντα βέβαια σύμμετρη και ανάλογη με τη δύναμη του κάθε πιστού, είναι η ολοκληρωμένη άσκηση του ανθρώπου, ώστε αυτός να επικοινωνήσει με τον Θεό. Ας εφαρμόσουμε λοιπόν κι εμείς τις σωτήριες αυτές επιταγές, καθώς διανύουμε την περίοδο νηστείας προς τιμή της Παναγίας μας, οι οποίες δεν μας δόθηκαν ούτε από ανθρώπους, ούτε από αγγέλους, αλλά από τον ίδιο τον Θεό, για να επιτύχουμε την ελευθερία και την ένωσή μας με τον ελεήμονα Θεό.
ΕΚ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΕΩΣ Φ.Ν.Θ.
ΙΕΡΟΔΙΑΚΟΝΟΣ ΔΑΝΙΗΛ ΚΑΡΙΠΙΔΗΣ
Σου άρεσε;
κάνε και εσύ Like στην αμερόληπτη ενημέρωση!