Λυπάμαι πολύ
βλέποντας τους μαθητές μας, αυτά τα αθώα μάτια και τις μεταξένιες ψυχές,
να υφίστανται αυτήν την κακοποίηση από μια χούφτα ανίκανους
εθνομηδενιστές. Πώς φτάσαμε σε τέτοια παρακμή μέσα σε τόσο λίγα χρόνια; Γιατί επιτρέψαμε σε «άδεια κανάτια» να γίνουν αφέντες;
Aς
αφήσουμε όμως τα τυμπανιαίας αποφοράς πτώματα, τις αναθυμιάσεις τους
και ας αρωματιστούμε από αριστεία τιμής, ανδρείας και ηρωισμού,
προστρέχοντας σε άνθη μυρίπνοα, ποτισμένα με αίμα, αίμα ελληνικό. Σε
κείμενα όπου λάμπει το μεγαλείο του λαού μας την περίοδο του Έπους του
40.
Διαβάζω: «Η
εχθρική αντεπίθεση του Μαρτίου έχει εκδηλωθεί. Το 731 έχει μεταβληθεί σε
ηφαίστειο. Οι φαντάροι μας, πεσμένοι με την κοιλιά στους λάκκους των
οβίδων, πυροβολούν, χωρίς διακοπή, για να συγκρατήσουν το εχθρικό
πεζικό. Ο δάσκαλος – έτσι έχει βαφτίσει τον διοικητή του ο λόχος, γιατί
δημοδιδάσκαλος είναι το επάγγελμά του – με προβιές και επιδέσμους, γύρω
από τα κρυοπαγημένα πόδια του, αντί για παπούτσια, χωρίς να προφυλάγεται
τρέχει νευριασμένος από διμοιρία σε διμοιρία και δίνει οδηγίες.
– Μην
πυροβολείτε στα στραβά, παιδιά! Μην ξοδεύετε ασκόπως τις χειροβομβίδες
σας, τους λέει. Κι όταν ο ταγματάρχης του φωνάζει να μην εκθέτει τόσο
τον εαυτό του, ο δάσκαλος του απαντάει:
– Φοβάμαι μήπως χάσουμε σήμερα το ύψωμα. Και τι θα δικαιολογηθώ ύστερα εγώ στους μαθητές μου, άμα γυρίσω στο σχολείο;». (Χρ.
Ζαλοκώστα, «Πίνδος», εκδ. «Εστία», σελ. 194). (Αυτό αφιερώνεται σε
«συναδέλφους» ξεσκονίστρες της εξουσίας, που τρέμουν την σκιά τους,
μήπως και δυσαρεστηθούν προσκυνημένοι διευθυντές και σύμβουλοι ή
παρασύμβουλοι).
Kείμενο,
μια παραπομπή σε κάτι εκπληκτικό που είχα διαβάσει παλαιότερα σ’ ένα
περιοδικό. Είναι γραμμένο από ελληνομαθή Γερμανό συγγραφέα. Ένα ευλαβικό
μνημόσυνο στις μάνες του ’40, στις Ελληνίδες, που ανέβαζαν πολεμοφόδια
στην Πίνδο, για να τα πάνε σε κάτι παιδιά που «τριγύριζαν πάνω στο χιόνι
με τις χλαίνες κοκαλιασμένες», στα παιδιά της Ελλάδος.
Γύρω στο 1952 επισκέπτεται την Κρήτη. Γράφει.
«Ένα
σούρουπο, καθώς ο ήλιος βασίλευε, πλησίασα το γερμανικό νεκροταφείο.
Ήταν έρημο, με μόνο σύντροφο τις τελευταίες ηλιαχτίδες. Έκανα όμως
λάθος. Υπήρχε εκεί μια ζωντανή ψυχή, μια μαυροφορεμένη ηλικιωμένη
γυναίκα. Με μεγάλη μου έκπληξη την είδα ν’ ανάβει κεριά στους τάφους των
Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε
μνήμα.
Την πλησίασα και τη ρώτησα:
– Είστε από δω;
– Μάλιστα
– Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν Κρητικούς.
Και η απάντηση μόνο στην Ελλάδα θα μπορούσε να δοθεί.
– Παιδί
μου, είπε, από την προφορά σου, φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι
συνέβη εδώ την περίοδο 1941-1944. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της
Κρήτης και έμεινα με το μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί
όμηρο το 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Σαξενχάουζεν. Δεν
ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν
παιδιά μιας κάποιας μάνας σαν κι εμένα. Και ανάβω και στη μνήμη τους,
επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να έρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη
μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιου μου…»
Διαβάζω
από έναν τόμο, που τιτλοφορείται: «Η εποποιΐα 1940-41», εκδόσεις
«Αρχείον Ιστορικόν Σελίδων» (του 1965), ο οποίος περιέχει, σε
φωτοτυπίες, πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής του 1940-41, κατά την
διάρκεια τής μεγαλειώδους νίκης.
Σ’
ένα απ’ αυτά ο Αλέκος Λιδωρίκης (δημοσιογράφος και γνωστός θεατρικός
συγγραφέας 1907-1988), τον Ιανουάριο του 1941, γράφει στην εφημερίδα «Η
ΝΙΚΗ», για «το μεγάλο μυστικό των πολεμιστών μας». Ζει με τους
στρατιώτες, μοιράζεται τα πάθια και τους καημούς τους, χαίρεται και
καμαρώνει την αντρειοσύνη τους. «Κάπου στο μέτωπο», όπως σημειώνει,
συναντά έναν φαντάρο.
Αντιγράφω:
«Αυτό που μου ‘κανε κατάπληξη, που μου ‘δωσε συγκίνηση, που έκθαμβο με
κράτησε για αρκετά λεπτά, ήταν το θέαμα ενός φαντάρου, που κουρασμένος,
τσακισμένος, με γένια ατίθασα και άτακτα, αιματωμένος, λασπωμένος, είχε
τραβήξει μοναχός κάτω από ένα δέντρο και κάτι χάραζε σ’ ένα χαρτί.
Πλησίασα για να τον δω, βέβαιος πως γράφει στην μάνα, στη γυναίκα του,
στο σπίτι… Μα τί μεγάλο λάθος! Με τη ορθογραφία που κρατώ, διάβασα
αυτούς τους στίχους:
“Βρε
τη κανόνια, τη ντουφέκια, τη κακό/στους Ιταλούς σκορπίσαμαι παντού τον
πανικό/Βόηθα Χριστέ και Παναγιά και στου άγιου Ανδρέα/στη χάρη σου να
φθάσωμε όλος ο στρατός παρέα”.
Τον κοίταξα, με κοίταξε… Αυθόρμητα με πήρε το γέλιο, που ίσως να έμοιαζε με κλάμα…
-Βρε συ, τι κάνεις; τον ρώτησα χτυπώντας τον στον ώμο…
Σήκωσε το κεφάλι του, έξυσε τ’ αγριωπά του γένια, με την παλάμη ολόκληρη. Κι απάντησε:
-Γλεντάω!
Μία
λέξη… Μέσα σ’ αυτήν ας διακρίνει ο αναγνώστης κάτι από το μυστήριο, το
ανεξάντλητο γοητευτικό μυστήριο που κρύβει στην ψυχή του ο αγαπημένος
στρατιώτης μας».
Και
ένα από τα ηρωϊκότερα επεισόδια εκείνου του καιρού, που συμβαίνει στα
μετόπισθεν, όπου ο λαός δίνει την δική του μάχη. Την μάχη του
φρονήματος. Το διηγήθηκε ο Στρατής Μυριβήλης, κατά την εκφώνηση του
πανηγυρικού στην Ακαδημία Αθηνών στις 27 Οκτωβρίου του 1960.
«Είχε
οργανωθεί, όπως θα θυμάστε, κατά τη διάρκεια του αγώνος υπηρεσία
μεταγγίσεως αίματος, από τον Ερυθρό Σταυρό της Ελλάδος. Είχα ένα φίλο
γιατρό, σ’ αυτή την υπηρεσία, λοιπόν πήγαινα κάπου-κάπου να τον δω και
να τα πούμε.
Ο κόσμος
έκαμε ουρά κάθε μέρα για να δώσει το αίμα του για τους τραυματίες μας.
Ήταν εκεί νέοι, κοπέλες, γυναίκες, μαθητές, παιδιά, που περίμεναν τη
σειρά τους. Μια μέρα λοιπόν ο επί της αιμοδοσίας φίλος μου γιατρός, είδε
μέσα στη σειρά των αιμοδοτών που περίμεναν, να στέκεται και ένα
γεροντάκι.
-Εσύ, παππούλη, του είπε ενοχλημένος, τι θέλει εδώ;
Ο γέρος απάντησε δειλά:
-Ήρθα κι εγώ, γιατρέ, να δώσω αίμα.
Ο γιατρός τον κοίταξε με απορία και συγκίνηση. Ο γέρος παρεξήγησε το δισταγμό του. Η φωνή του έγινε πιο ζωηρή.
-Μη με βλέπεις έτσι, γιατρέ μου. Είμαι γερός, το αίμα μου είναι καθαρό, και ακόμα ποτές μου δεν αρρώστησα. Είχα τρεις γιούς. Σκοτώθηκαν και οι τρεις εκεί πάνω. Χαλάλι της πατρίδας. Όμως
μου είπαν πως οι δύο, πήγαν από αιμορραγία. Λοιπόν, είπα στη γυναίκα
μου, θα ‘ναι κι άλλοι πατεράδες, που μπορεί να χάσουν τα παλληκάρια τους
γιατί δε θα ‘χουν οι γιατροί μας αίμα να τους δώσουν. Να πάω να δώσω κι
εγώ το δικό μου. “Άϊντε, πήγαινε, γέρο μου” μου είπε κι ας είναι για
την ψυχή των παιδιών μας. Κι εγώ σηκώθηκα και ήρθα».
Να
κλείσω, αναπνέοντας και πάλι άρωμα ηρωϊσμού, μ’ αυτό πού διασώζει ο
συγγραφέας Χρ. Ζαλοκώστας στο βιβλίο του «Το περιβόλι των θεών», σ. 135.
Περιγράφει την επίσκεψη του πρωθυπουργού Μεταξά στο στρατιωτικό
νοσοκομείο «Ευαγγελισμός» και την στιχομυθία με πληγωμένο στρατιώτη:
«-Πού πληγώθηκες εσύ, παιδί μου;
-Στο Ιβάν!
-Ε, το Ιβάν το τιμωρήσαμε! Έπεσε χθες το βράδυ.
-Ναι, έπεσε κ. Πρόεδρε. Θα μπορούσε όμως να είχε πέσει εδώ και πέντε μέρες. Όταν βρήκαμε την πρώτη αντίσταση, έπρεπε να μας θυσιάσει ο συνταγματάρχης μας. Θα το παίρναμε από τότε».
Τι να πει κανείς ενώπιον τέτοιου μεγαλείου; Γι’ αυτό νικήσαμε…
Δημήτρης Νατσιός
δάσκαλος- Κιλκίς
Μέλος ΙΗΑ