“Die letzten Byzantiner. Die Vertreibung der Griechen vom Schwarzen
Meer. Eine Spurensuche“, „Οι τελευταίοι Βυζαντινοί. Ο διωγμός των Ελλήνων από
τη Μαύρη Θάλασσα. Αναζητώντας τα ίχνη τους», είναι ο τίτλος του βιβλίου του
Γερμανού Mirko Heinemann, ο οποίος γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη και έλκει μητρόθεν
την καταγωγή του από την Ορντού του
Πόντου. Η γιαγιά του, μητέρα της Ελληνίδας μητέρας του, γεννήθηκε στην
συγκεκριμένη πόλη και ανήκε σε εκείνη την ομάδα των κατοίκων της, οι οποίοι
έφυγαν άρον-άρον μετά τον βομβαρδισμό της από το ρωσικό ναυτικό και την
αποβίβαση για λίγες ώρες ρωσικού στρατού στους κεντρικούς δρόμους της πόλης.
Στην Ρωσία η επαναστατική κατάσταση αποκτούσε όλο και πιο
έντονα χαρακτηριστικά. Η χαλάρωση της πειθαρχίας και τα φαινόμενα αυθαιρεσιών
στον στρατό της αυτοκρατορίας, ιδιαίτερα εκείνων των τμημάτων που ένα χρόνο
νωρίτερα είχαν εισβάλλει και είχαν κατακτήσει τον ανατολικό Πόντο, αυξανόταν όσο συνεχιζόταν η έκρυθμη
κατάσταση στην καρδιά της αυτοκρατορίας. Τα γεγονότα της επίθεσης στην Ορντού,
λίγα χιλιόμετρα δυτικότερα από την Τραπεζούντα, έδρα του ρωσικού στρατού
κατοχής, σχετίζονται με αυτήν την εξέλιξη στην Ρωσία και τις επιπτώσεις στο
στράτευμα. Στις 9 Αυγούστου 1917 ένα πλοίο του ρωσικού ναυτικού εμφανίσθηκε στα
ανοικτά της Ορντούς βομβάρδισε την πόλη και οι Ρώσοι ναύτες και στρατιώτες αποβιβάσθηκαν
λεηλατώντας την πόλη και ύστερα κινήθηκαν να επιστρέψουν πίσω στην Τραπεζούντα.
Την ίδια στιγμή ένα τμήμα του πληθυσμού φοβούμενο αντίποινα των Τούρκων κατευθύνθηκε
στην παραλία και προσπάθησε να εγκαταλείψει την πόλη με το ρωσικό πλοίο. Όσοι
διέφυγαν κατέληξαν στην Τραπεζούντα ως πρόσφυγες και από εκεί αργότερα,
πρόσφυγες για δεύτερη φορά, στην Γεωργία.
Το βιβλίο του Mirko Heinemman κυκλοφόρησε στα γερμανικά τον Απρίλιο
του 2019 και σε λιγότερο από έναν χρόνο, τον Φεβρουάριο του 2020, κυκλοφόρησε η
δεύτερη επεξεργασμένη έκδοσή του. Από το γεγονός αυτό φαίνεται ότι στη Γερμανία
το ενδιαφέρον για τη συγκεκριμένη θεματολογία είναι μεγάλο. Εικάζουμε όχι μόνο
εξαιτίας του ελληνικού και τουρκικού πληθυσμιακού στοιχείου, αλλά και λόγω της
γενικότερης τάσεως για ζητήματα «ταυτοτικού» χαρακτήρα που διακρίνει την εποχή
μας.
Το βιβλίο παρά τα αυτοβιογραφικά στοιχεία του και τις
ταξιδιωτικές-πολιτικές εντυπώσεις του, παρέχει και μια σειρά ενδιαφέρουσες
παρατηρήσεις ιστορικού χαρακτήρα. Δεν λείπουν τα κενά στην αφήγηση και τα λάθη
σχετικά με κάποια γεγονότα και δεδομένα, ίσως γιατί συχνάκις ο συγγραφέας
αντλεί πληροφοριακό υλικό από το «διαδίκτυο». Κάποιες αβλεψίες δικαιολογούνται
ως ένα βαθμό, εφόσον δεν πρόκειται για ένα βιβλίο ιστορίας, αλλά ένα χρονικό
μιας επίσκεψης στην περιοχή του λεγόμενου ιστορικού Πόντου.
Αφορμή για τη
συγγραφή του βιβλίου είναι η μητέρα της μητέρας του συγγραφέα, η νεαρή
Αλεξάνδρα, η οποία σε ηλικία 15 ετών συγκαταλέγεται στο αλλόφρον πλήθος που
επιβιβάζεται στο συγκεκριμένο ρωσικό
πλοίο. Και εδώ προκύπτουν μια σειρά από ερωτήματα. Ο συγγραφέας επικαλείται ένα
αμερικανικό δημοσίευμα, το οποίο αναφέρεται στο γεγονός της ρωσικής επίθεσης
αρκετούς μήνες αργότερα. Έφυγε όντως η μητέρα της μητέρας του με αυτό το πλοίο;
Ή είχε φύγει με ένα από τα πολλά πλοιάρια και πλοία που μετέφεραν παράνομα
Έλληνες της περιοχής στην ρωσική επικράτεια; Το συγκεκριμένο ρωσικό πλοίο, το
οποίο απέκτησε μια δημοφιλία στις αφηγήσεις των προσφύγων, επειδή αργότερα
έγινε μέτρο ηθικής σύγκρισης μεταξύ των ρώσων μπολσεβίκων (άσχετο αν ίσχυε κάτι
τέτοιο) και των δυτικών συμμάχων στην Σμύρνη, κατέληξε στην Τραπεζούντα, αλλά η
οικογενειακή αφήγηση της οικογένειας του Mirko Heinemann τοποθετεί την πρώτη
εγκατάσταση της κοπέλας αρχικά στο Σοχούμι και αργότερα στο Βατούμι. Οι
κάτοικοι ωστόσο της Ορντούς είχαν μεταφερθεί στην Τραπεζούντα, όπου παρέμειναν ως πρόσφυγες έως την
ανακατάληψη της πόλης από τους Οθωμανούς.
Ο Mirko Heinemann αγνοεί τις διαρκείς προσφυγικές ροές από
τον οθωμανικό Πόντο προς την προεπαναστατική και μεταεπαναστατική Ρωσία και
επαφίεται στην «μνήμη» των οικογενειακών αφηγήσεων. Ανταποκρίνονται αυτές στα
γεγονότα της εποχής; Ένα τμήμα των κατοίκων της Ορντούς είχε διαφύγει την
περίοδο των διώξεων στην περιοχή του Σοχούμι και μετά από εκεί ήλθαν στην
Ελλάδα. Το φαινόμενο της παράνομης φυγής των ελληνικών πληθυσμών του οθωμανικού Πόντου προς τα ρωσικά παράλια της
Μαύρης Θάλασσας δεν έχει μελετηθεί διεξοδικά, παρότι αποτελεί το κλειδί για την
κατανοήσει και εκτίμηση πολλών ζητημάτων της πρώτης φάσεως των διωγμών τους.
Ούτε και το βιβλίο του Mirko Heinemann με τον πομπώδη τίτλο περί τελευταίων
Βυζαντινών ασχολείται με την φάση αυτής της προς βορράν «εξόδου» των Ελλήνων
της περιοχής.
Στις αδυναμίες αυτής της προσπάθειας ιχνηλάτησης του
παρελθόντος θα πρέπει να περιλάβουμε και την απουσία έστω κάποιας στοιχειώδους
αναφοράς για τους τόπους εγκατάστασης των κατοίκων της Ορντού στον ελλαδικό χώρο. Η γιαγιά του, παντρεμένη με
έναν Έλληνα από τη Ρουμανία, αλλά με ποντιακές καταβολές, εγκαταστάθηκε στην Καβάλα.
Καμία άλλη νύξη για τους κατοίκους της Ορντού και την έλευσή τους στην Ελλάδα.
Εάν το επιχειρούσε ο Mirko Heinemann θα έθετε ίσως υπό νέο φως και τις
μετακινήσεις της γιαγιάς του.
Στην επίσκεψή του στην σημερινή Ορντού (σημαίνει στράτευμα,
ορδή, η ελληνική λέξη προέρχεται από την τουρκική, είναι μια από τις τουρκικές
λέξεις που εισήλθαν και στο λεξιλόγιο των ευρωπαϊκών γλωσσών) ο συγγραφέας
ανακάλυψε και την μικρή μειονότητα των κατοίκων της πόλης που ήταν
προτεσταντικού δόγματος, «ευαγγελικοί». Ένα ακόμη κενό που οφείλεται στο στενό
ορίζοντα των οικογενειακών αφηγήσεων από δεύτερο χέρι, δηλαδή από τη μητέρα
του.
Για την ιστορία του πράγματος πρέπει να αναφέρουμε ότι ένα
μέρος των κατοίκων της Ορντούς έφυγε, όπως και χιλιάδες άλλοι, από τις πόλεις
του Πόντου ήδη από το 1915-1916, προς τα βόρεια παράλια της Μαύρης Θάλασσας.
Συνέβη αυτό εξαιτίας της αδυναμίας του οθωμανικού κράτους να ελέγξει την
παράνομη μετακίνηση ή ήταν απόρροια της επιλεγμένης απραξίας του για να
εκκενωθεί η περιοχή από το χριστιανικό στοιχείο; Αυτό συνεχίζει να παραμένει
ένα ζήτημα προς διερεύνηση από τους ειδικούς επιστήμονες, γεγονός ωστόσο είναι
ότι οι Έλληνες της περιοχής εγκατέλειπαν, εκείνη την περίοδο, κατά κύματα τους
τόπους κατοικίας τους. Αυτό συνέβαινε και στην περιοχή της Ορντούς. Η λεηλασία
της πόλης από τα ρωσικά στρατεύματα έδωσε μια τελευταία ώθηση στην τάση εξόδου
από την περιοχή. Ενώ ο κύκλος των διωγμών και της προσφυγιάς προς την Ρωσία έληξε
μετά τη συντριβή του ελληνικού στρατού στην Μικρά Ασία και την περίφημη ανταλλαγή
των πληθυσμών που προέβλεπε η Συνθήκη της Λωζάννης.
Οι χριστιανοί ορθόδοξοι της Ορντούς εγκαταστάθηκαν σε
διάφορες περιοχές της Βόρειας Ελλάδας, ένας σχετικά συμπαγής πληθυσμός
εγκαταστάθηκε στο Μεσαίο Θεσσαλονίκης, ενώ οι προτεστάντες (ευαγγελικοί)
εγκαταστάθηκαν στην συντριπτική πλειονότητά τους στην Κατερίνη και συγκρότησαν
συνοικισμό που έγινε γνωστός με την ονομασία «τα ευαγγελικά».
Στοιχεία για τους «πρώτους κατοίκους» στο Μεσαίο
Θεσσαλονίκης δίνουν διάφορες εκδόσεις του τοπικού πολιτιστικού συλλόγου «Ο
Πόντος», ενώ για την περίπτωση των «ευαγγελικών» από την Ορντού, πολύτιμα
στοιχεία παρέχει ο τόμος «Ο συνοικισμός Ευαγγελικών της Κατερίνης (1923-2000).
Τοπική ιστορία και κίνηση των θρησκευτικών ιδεών» (Κατερίνη 2001). Τον τόμο
επιμελήθηκαν ο Αντώνης Γ. Κάλφας και ο Πάρις Α. Παπαγεωργίου, ενώ την έρευνά
τους προλόγισε ο Σάββας Αγουρίδης. Προσθέτω εδώ ότι από την Ορντού έλκει κατά
ένα μέρος την καταγωγή του ο Κωστής Μοσκώφ, ο οποίος έχει γράψει και ένα ποίημα
σχετικό με την συγκεκριμένη «ρίζα» του.
Ο Όμηρος Ταχμαζίδης είναι μέλος του Ε.Γ. της «Σοσιαλιστικής
Προοπτικής»
Σου άρεσε; κάνε και εσύ Like στην αμερόληπτη ενημέρωση!