Στις 25 Ιανουαρίου
εκκινούν και πάλι οι διερευνητικές
συνομιλίες μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.
Η επιλογή αυτή της κυβέρνησης στη
συγκεκριμένη συγκυρία κρύβει πολλούς
κινδύνους για τη χώρα μας και την ευρύτερη
περιοχή. Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται
να έχει κάνει αυτή την επιλογή υπό
ασφυκτικές πιέσεις από την Γερμανία,
την οποία και ανέδειξε σε διαμεσολαβητή
μεταξύ των δύο χωρών, ανοίγοντας ένα
διπλωματικό πεδίο όπου μέχρι σήμερα
υπερτερούν τα οικονομικά συμφέροντα
των γερμανικών εταιριών και μειονεκτούν
τα εθνικά συμφέροντα Ελλάδας και Κύπρου.
Η αιφνιδιαστική επίσης διαμεσολάβηση
του πρωθυπουργού της Αλβανίας, αποκαλύπτει
την ύπαρξη ενός διπλωματικού παρασκηνίου
με πολλούς συμμετέχοντες που δεν είναι
ξεκάθαρη η θέση τους και οι επιδιώξεις
τους.
Η παρουσία του Γερμανού
Υπουργού Εξωτερικών στην Τουρκία, κυρίως
όμως η θέση του στη κοινή συνέντευξή
του με τον Τούρκο ομόλογό του ότι γίνονται
βήματα εξομάλυνσης των σχέσεων και
διευθέτησης των διαφορών, την ίδια
στιγμή που ο κ Τσαβούσογλου επαναλάμβανε
τις προκλητικές θέσεις της Τουρκίας
για τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας,
είναι μια ένδειξη απλώς της κατεύθυνσης
που ακολουθεί με συνέπεια η Γερμανία.
Ταυτόχρονα μια σειρά
κινήσεων του Ερντογάν να εξομαλύνει
τις σχέσεις της Τουρκίας με τη Γαλλία,
το Ισραήλ, τη Σαουδική Αραβία και τις
ΗΠΑ δεν πρέπει να εκληφθεί ως υποχώρηση
της Τουρκίας. Πρόκειται για μια αλλαγή
τακτικής σε μια προσπάθεια υφαρπαγής
της εύνοιας και ουδετεροποίησης των
συμμάχων της Ελλάδας.
Η Τουρκία με ενεργό
συμμετοχή σε μια σειρά από διενέξεις
φαίνεται να μπαίνει σε ένα «ανατολίτικο
παζάρι» με πολλούς παίκτες. Είναι
προφανές ότι είναι έτοιμη να υποχωρήσει
σε διενέξεις και διαφορές με κράτη όπως
η Γαλλία σε περιοχές του πλανήτη όπως
της Λιβύης, που δεν την επηρεάζουν άμεσα
επιδιώκοντας ως αντάλλαγμα την ύπαρξη
κερδών και την υποστήριξη σε σχέση με
την Ελλάδα και την Κύπρο. Ενδεικτικό
του κλίματος και της πολιτικής που
ακολουθεί η Τουρκία είναι ότι ετοιμάζονται
να θέσουν ένα κατάλογο 60 θεμάτων στις
διερευνητικές με την Ελλάδα περιλαμβανομένων
και των πιο ακραίων διεκδικήσεών της
σε Αιγαίο, Θράκη και Ανατολική Μεσόγειο.
Στο διπλωματικό αυτό
παίγνιο η Ελλάδα προσέρχεται χωρίς ένα
κρίσιμο όπλο, αυτό των κυρώσεων εναντίον
της Τουρκίας. Η αποτυχία της ελληνικής
κυβέρνησης να επιβληθούν κυρώσεις
εναντίον της Τουρκίας όλους τους
προηγούμενους μήνες των προκλήσεων
καθιστά άκαιρη την οποιαδήποτε σχετική
συζήτηση τoν Μάρτιο. Είναι
προφανές ότι ορισμένες χώρες της Ευρώπης
δεν επιθυμούν να είναι στο τραπέζι το
ενδεχόμενο των οικονομικών και όχι μόνο
κυρώσεων σε βάρος της Τουρκίας. Η
πραγματικότητα αυτή κρύβει πολλούς
κινδύνους και για την Ελλάδα και για
την Κύπρο τους επόμενους μήνες.
Το αποτέλεσμα των
εκλογών στις ΗΠΑ και η αντικατάσταση
του Τράμπ από τον Μπάιντεν επιτρέπει
μια πιο αισιόδοξη προσέγγιση σε σχέση
με την στάση των ΠΑ ΗΠΑ, δεν αποτελεί
όμως σε κανένα επίπεδο διασφάλιση για
τη χώρα μας και τα εθνικά μας συμφέροντα.
Η ελληνική κυβέρνηση
έχει κάνει μια σειρά από λάθη σε ότι
αφορά την Τουρκία. Η σπουδή της να
προσέλθει σε διερευνητικές συνομιλίες
σε συνθήκες παγκόσμιας ρευστότητας και
αβεβαιότητας υπό την πίεση ή την
διαμεσολάβηση της Γερμανίας και της
Αλβανίας, δεν δικαιολογείται. Η κυβέρνηση
εξακολουθεί να αρνείται να ενημερώσει
για τι ακριβώς περιλαμβάνεται στη
συμφωνία του Βερολίνου.
Αρνείται επίσης
συστηματικά να παρουσιάσει το σχέδιο
της για την διαχείριση της κρίσης με
την Τουρκία και να ζητήσει εθνική
συναίνεση για τους χειρισμούς της. Έχει
αρνηθεί κατ΄ επανάληψη τη σύσκεψη των
πολιτικών αρχηγών και επιμένει στη
διεξαγωγή μυστικών συνομιλιών. Οι μέχρι
σήμερα κινήσεις της αποκαλύπτουν την
απουσία συνεκτικού σχεδίου.
Οι επόμενοι έξι μήνες
είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι. Η Ελλάδα
οφείλει να είναι ιδιαίτερα προσεκτική,
να ενεργοποιήσει κάθε διαθέσιμο
διπλωματικό μέσο και να εμβαθύνει τις
συμμαχίες της με άλλες χώρες. »
Σου άρεσε; κάνε και εσύ Like στην αμερόληπτη ενημέρωση!