Η
Τουρκία, το τελευταίο διάστημα βρίσκεται στη δίνη μεγάλης οικονομικής
κρίσης, αποτέλεσμα της πολιτικής που ακολούθησε ο Ταγίπ Ερντογάν. Η
οικονομική πολιτική που εφαρμόζει η κυβέρνηση μοιάζει με ανορθόδοξο
πείραμα. Η διαδοχική μείωση των επιτοκίων και η υποτίμηση του νομίσματος
καθιστούν την οικονομία ανταγωνιστική στη θεωρία. Στην πράξη, όμως, η
καθημερινότητα για εκατομμύρια τούρκους πολίτες είναι αβάσταχτη, αφού η
αγοραστική τους δύναμη έχει σχεδόν εξανεμιστεί. Ναι, το χρήμα είναι
φθηνό, αλλά στην πραγματικότητα χρήμα στην αγορά δεν υπάρχει. Ο βασικός
μισθός, ο οποίος τον Ιανουάριο βρισκόταν στα 340 ευρώ, έχει υποχωρήσει
στα 199 ευρώ, με τάσεις περαιτέρω καθόδου. Οι έμποροι, αντί να κινούνται
με ορίζοντα μηνών ή ετών, προγραμματίζουν τις παραγγελίες τους μόνο για
τις επόμενες 48 ώρες, λόγω της μεγάλης αβεβαιότητας.
Η
οικονομική κατάσταση πάντα καθορίζει τη δημοφιλία των εκάστοτε
κυβερνήσεων και είναι ικανή να δρομολογεί πολιτικές εξελίξεις. Το 2002,
το ΑΚΡ κέρδισε τις εκλογές, για να αποκαταστήσει την οικονομική τάξη και
να ανορθώσει τη χώρα. Σήμερα, σχεδόν 20 χρόνια μετά, τα δημοσιονομικά
μεγέθη εξελίσσονται στην αχίλλειο πτέρνα της κυβέρνησης. Αυτό
αποτυπώνεται στις δημοσκοπήσεις, όπου το κυβερνών κόμμα κινείται σε
επίπεδα ιστορικά χαμηλά.
Μπορεί
αυτή η αστάθεια να επηρεάσει τις σχέσεις της Τουρκίας με τα γειτονικά
κράτη; Μπορεί να προκαλέσει όξυνση του κλίματος στην Ανατολική Μεσόγειο;
Κάτι τέτοιο είναι πολύ πιθανό. Η ιστορία έχει καταδείξει ότι κάθε φορά
που στην Τουρκία υπάρχουν σοβαρά εσωτερικά προβλήματα, η ηγεσία της
επιχειρεί να αποπροσανατολίσει την κοινή γνώμη εξάγοντας την κρίση στον
περίγυρο. Δεν είναι απίθανο αυτό να συμβεί και τώρα. Όμως είναι βέβαιο
ότι η Ελλάδα δεν αποτελεί εύκολο στόχο. Οι κινήσεις και οι επιλογές της
κυβέρνησης Μητσοτάκη έχουν θωρακίσει τη χώρα σε όλα τα επίπεδα. Η
ενίσχυση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, η σύναψη συμφωνιών αμυντικής
συνεργασίας, η συμμετοχή σε πολυμερή σχήματα οικονομικού ενδιαφέροντος
αποτελούν τα ισχυρά μας «όπλα». To brand name της πατρίδας μας έχει
αναβαθμιστεί και η Αγκυρα γνωρίζει καλά ότι δεν είναι απλή υπόθεση να
αντιπαρατεθεί με την Αθήνα.
Επειδή,
όμως, η τουρκική κυβέρνηση θα χρειαστεί σύντομα να συσπειρώσει τις
μάζες των ψηφοφόρων της που σήμερα πλήττονται από την υποτίμηση της
λίρας, είναι πιθανότερο να εκδηλωθούν προκλήσεις στον θαλάσσιο χώρο της
Κύπρου. Οι νόμιμες δραστηριότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας και της
Exxon Mobil μπορούν να αποτελόσουν την αφορμή για δύο πράγματα: Πρώτον,
για αύξηση της επιθετικής ρητορικής. Κανείς δεν θα εκπλαγεί, αν ακούσει
Τούρκους αξιωματούχους να επαναλαμβάνουν τις παράλογες αιτιάσεις της
Αγκυρας στην κυπριακή ΑΟΖ, ούτε αν ακούσει τον κατοχικό ηγέτη να
ξαναμιλήσει για την ύπαρξη δήθεν δύο οντοτήτων στο νησί. Και, δεύτερον,
για αποστολή ερευνητικού ή γεωτρητικού σκάφους στην ευρύτερη περιοχή,
ακριβώς για να υπενθυμίσει τις νομικά έωλες τουρκικές διεκδικήσεις.
Το
πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο ο τουρκικός αναθεωρητισμός των
τελευταίων ετών. Πρόβλημα αποτελεί το γεγονός ότι συνολικά το πολιτικό
σκηνικό στην Τουρκία έχει υιοθετήσει την εθνικιστική ρητορική. Το
επιθετικό δόγμα της «Γαλάζιας Πατρίδας» βρίσκεται, πλέον, στην καρδιά
του τουρκικού πολιτικού συστήματος, προκαλώντας έναν άτυπο διαγωνισμό
λαϊκιστικών και εθνικιστικών τοποθετήσεων ανάμεσα στις πολιτικές
δυνάμεις. Αλλά η Ελλάδα παρακολουθεί στενά τις εξελίξεις και έχει
καταστήσει σαφές ότι, όποια κι αν είναι η σκοπιμότητα της γείτονος, δεν
πρόκειται να ανεχθεί παιχνίδια με την κυριαρχία και τα δικαιώματά της.
*Ο Τάσος ΧατζηΒασιλείου είναι βουλευτής Σερρών της ΝΔ, διδάκτορας Πολιτικής Επιστήμns και Ιστόριας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο