Την αποτυχημένη
πολιτική επιδότησης της κερδοσκοπίας
των παραγωγών ηλεκτρικού ρεύματος με
τα χρήματα των φορολογούμενων συνεχίζει
η κυβέρνηση.
Η ανακοίνωση του ΥΠΕΝ ότι
θα συνεχίσει να επιδοτεί τους λογαριασμούς
ρεύματος προκαλεί πλέον αγανάκτηση
καθώς όλο και περισσότερα νοικοκυριά
και επιχειρήσεις αδυνατούν να πληρώσουν
τους λογαριασμούς ρεύματος. Το πρόβλημα
της κοινωνίας αλλά και της οικονομίας
δεν είναι πόσο θα κόστιζε το ηλεκτρικό
ρεύμα αν δεν υπήρχαν οι επιδοτήσεις,
αλλά πόσο κοστίζει παρά τις επιδοτήσεις.
Το γεγονός
επίσης ότι οι πόροι για τις επιδοτήσεις
ρεύματος προέρχονται ουσιαστικά και
πάλι από τους καταναλωτές μέσω των
χρεώσεων στους λογαριασμούς ρεύματος
(πχ ΥΚΩ, ΕΤΜΕΑΡ) συνεπάγεται ότι τελικά
οι καταναλωτές πληρώνουν στο ακέραιο
την ραγδαία αύξηση της τιμής του ρεύματος.
Η άρνηση της κυβέρνησης να θέσει πλαφόν
στις τιμές χονδρικής ρεύματος και η
στήριξη που παρέχει στους παραγωγούς
και τους κερδοσκόπους του ρεύματος
αποτελεί ένα οικονομικό και κοινωνικό
έγκλημα.
Η τιμή του
ρεύματος είναι η κυριότερη αιτία των
ακραίων ανατιμήσεων σε όλα τα προϊόντα
λόγω του αυξημένου κόστους παραγωγής
προϊόντων. Η τιμή του ρεύματος επίσης
είναι η αιτία δραματικής συρρίκνωσης
της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών
που με τη σειρά της προκαλεί τη δραματική
πτώση του τζίρου στις επιχειρήσεις.
Τα
θεσμικά εργαλεία για την αποφασιστική
παρέμβαση για τη μείωση των τιμών του
ρεύματος υπάρχουν. Αυτό που δεν υπάρχει
με την παρούσα κυβέρνηση είναι η πολιτική
βούληση παρέμβασης. Αντίθετα, είναι
πλέον πασιφανές ότι η κυβέρνηση της ΝΔ
επιθυμεί και υποστηρίζει τις υψηλές
τιμές ρεύματος διότι επίλεξε να ταυτιστεί
με τα συμφέροντα που θησαυρίζουν από
τις ακραίες ανατιμήσεις στην ενέργεια.
Οι υποσχέσεις για έλεγχο και φορολόγηση
των υπερκερδών το 2023 είναι αστειότητες
όταν η συντριπτική πλειοψηφία του
ελληνικού λαού και των επιχειρήσεων
δεν μπορούν να πληρώσουν τους λογαριασμούς
του ρεύματος. «Όποιος δεν θέλει να
ζυμώσει δέκα μέρες κοσκινίζει», λέει ο
λαός. Η κυβέρνηση κοσκινίζει εδώ και
μήνες επικαλούμενη μια σειρά δικαιολογίες
και επιμένει σε αυτή τη λογική παρά το
ότι όλες οι δικαιολογίες της έχουν
καταρριφθεί από τα μέτρα που έχουν ήδη
υιοθετήσει οι περισσότερες χώρες της
ΕΕ.