Με την συμμετοχή πλήθους
προσκυνητών από την Τραπεζούντα, την Ελλάδα, την Ρωσία, την Γεωργία
κ.α., ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.κ. Βαρθολομαίος, τέλεσε στην Παναγία
Σουμελά στο όρος Μελά, ανήμερα της εορτής της Παναγίας, στις 15
Αυγούστου 2022, Πατριαρχική Θεία Λειτουργία
Πρόκειται για την δεύτερη Πατριαρχική Θεία Λειτουργία, μετά την ολοκλήρωση των εργασιών αναστήλωσης, που κράτησαν πέντε χρόνια.
Μεταξύ
των μελών της Ελληνικής αντιπροσωπείας που παρακολούθησαν την
Πατριαρχική Θεία Λειτουργία της 15/8/2022, ήταν ο Πρόεδρος της Ειδικής
Μόνιμης Επιτροπής Ελληνισμού της Διασποράς της Βουλής, βουλευτής Β’
Θεσσαλονίκης Σάββας Αναστασιάδης καθώς και μέλη της Παμποντιακής
Ομοσπονδίας Ελλάδος (ΠΟΕ).
Η
τουρκική πλευρά βέβαια σεβάστηκε το Χριστιανικό Πάσχα του καλοκαιριού
και το ιερό πρόσωπο της Χριστιανοσύνης, την μυριολατρεμένη Παναγιά, με
υπερπτήσεις πάνω από την Κίναρο, την Λέρο και την Κανδελιούσσα.
Ακολουθεί
ένα κείμενο έτους 2011, για την ιστορία της Παναγιάς Σουμελά, του
(τότε) δασκάλου, αναπληρωματικού Αιρετού ΑΠΥΣΠΕ Αττικής, Αντιπρόεδρου
Συλλόγου Εκπαιδευτικών «Ο ΠΕΡΙΚΛΗΣ» Βασίλη Φουρτούνη.
Η
Μονή Παναγίας Σουμελά ή Μονή Σουμελά, είναι ένα πασίγνωστο χριστιανικό
ορθόδοξο μοναστήρι κοντά στην Τραπεζούντα, σύμβολο επί 16 αιώνες του
Ποντιακού Ελληνισμού.
Η
Τραπεζούντα (τουρκικά ΤRΑPZON) βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα της
Τουρκίας και θεωρείται σημαντικό λιμάνι στη Μαύρη Θάλασσα. Αριθμεί
σήμερα περί τους 250.000 κατοίκους. Αναδείχθηκε σε σημαντικό οικονομικό
και εμπορικό κέντρο λόγω κυρίως της γεωγραφικής της θέσης, με σημαντική
αρχιτεκτονική και λαμπρό πολιτισμό. Η έρευνα μαρτυρά μια πόλη
περιτειχισμένη και ισχυρή, έτοιμη να απαντήσει σε κάθε είδους εξωτερική
απειλή. Ο πολεοδομικός ιστός της, η εσωτερική οργάνωση της κοινωνίας, τα
μνημεία της που είναι έργα υψηλής αισθητικής και προϊόντα γόνιμης
συνομιλίας διαφορετικών καλλιτεχνικών παραδόσεων, δικαιολογούν τον τίτλο
«η καλλίστη των πόλεων» που της δόθηκε ήδη από τον 11ο αιώνα από τον
Πατριάρχη Ιωάννη Η΄ Ξιφιλίνο. Η ιστορική Μονή της Παναγίας Σουμελά
βρίσκεται σε απόσταση 36 χιλιομέτρων απ’ αυτήν.
Για να φτάσουμε εκεί
Γράφει
η συγγραφέας Μαριάννα Κορομηλά, που ταξίδεψε στον Πόντο: «Ακολουθώντας
τον κεντρικό δρόμο μέσα από το φαράγγι του ποταμού Πυξίτη, αφήσαμε 31
χιλιόμετρα πίσω μας την παραθαλάσσια Τραπεζούντα, περάσαμε από το
βυζαντινό κεφαλοχώρι Δικαίσιμο κι ακολουθούμε τώρα τον ανατολικό
παράδρομο που οδηγεί στη Μονή Σουμελά.
Ανηφορίζουμε
διασχίζοντας τις εκτάσεις που ανήκαν στο μοναστικό κράτος της Σουμελά,
το «αυτοδέσποτον και αυτεξούσιον» καθώς το χαρακτηρίζουν οι
Μεγαλοκομνηνοί στα πέντε χρυσόβουλλα που εξέδωσαν υπέρ της Μονής και το
επιβεβαιώνουν τα σιγίλλια, με τα οποία ανανέωναν οι Πατριάρχες
Κωνσταντινουπόλεως τα προνόμιά της σε όλη τη διάρκεια της οθωμανικής
κυριαρχίας. Τα πέντε-έξι υποστατικά, που βρίσκονται πάνω στο δρόμο, ήταν
όλα εξαρτήματά της. Αποθήκες, μετόχια, εργαστήρια, υδρόμυλοι. Το
«χωρίον» Δουβερά, το Κουσπίδιον, ο Άγιος Ιωάννης, όλα ανήκαν στο πελώριο
κτήμα. Στα τέλη ακόμα του περασμένου αιώνα, η Μονή έλεγχε 15 οικισμούς
στην περιοχή και όλα τα χωριά της Σάντας με τους 7.000 κατοίκους τους…
Ένα
χρυσόβουλλο έγγραφο που εξέδωσε ο Ιωάννης Β΄ (1280-1297) είναι η
αρχαιότερη γραπτή μαρτυρία για τη Μονή. Εκεί περιγράφονται, με κάθε
λεπτομέρεια, τα κτήματα και τα χωριά που της παραχωρεί κι αναφέρονται
ονομαστικά οι σαράντα αρχηγοί των οικογενειών που θα δουλεύουν ως
πάροικοι στα κτήματά της και θα φρουρούν τα περάσματα… Το προνομιακό
καθεστώς, τη μεγάλη περιουσία, την απαλλαγή από τους φόρους και την
υπαγωγή της Μονής στη «βασιλική αυθεντία» διατήρησαν με σεβασμό και οι
Οθωμανοί κατακτητές μετά το 1461. Πέρα από τα πολιτικά κίνητρα αυτής της
έγνοιας που είχε αποκτήσει, η Παναγία η Σουμελιώτισσα άγγιζε κάθε
θεοφοβούμενο…».
Η Παράδοση και η ονομασία της μονής
Η
θαυμαστή ιστορία της Μονής της Παναγίας Σουμελά, στην περιοχή της
Τραπεζούντας, στον Πόντο, είναι συνδεδεμένη με ακατάλυτους θρύλους και
βαθιά πίστη. Δεκαέξι αιώνες το πασίγνωστο χριστιανικό ορθόδοξο Μοναστήρι
της Παναγίας Σουμελά, 36 χιλιόμετρα από την Τραπεζούντα, είναι το
σύμβολο του Ποντιακού Ελληνισμού. Πώς δημιουργήθηκε ο θρύλος της
Σουμελά; Πώς ιδρύθηκε, πώς αναπτύχθηκε και πώς έφτασε να αποτελεί
σύμβολο των ορθοδόξων χριστιανών που κατάγονταν ή ζουν στον Πόντο;
H
δημιουργία του ναού της Παναγίας της Σουμελά χάνεται στα βάθη του
χρόνου και του μύθου. Σύμφωνα με μια διαδεδομένη παράδοση, το 386, οι
μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος, που κατάγονταν από την Αθήνα, έψαχναν
κάποιο τόπο για να ιδρύσουν τη μοναχική τους σκήτη. Ξεκίνησαν από την
Αθήνα, πέρασαν από τα Μετέωρα, έφτασαν στη Χαλκιδική και, από τη
Χερσόνησο του Άθω, ένας άγνωστος τούς πήρε με το καράβι του ως τη
Μαρώνεια. Έφτασαν πεζοπορώντας στην Κωνσταντινούπολη και, στη συνέχεια,
ύστερα από περιπετειώδη, πολυήμερη πεζοπορία, έφτασαν στην Τραπεζούντα.
Εκεί
είδαν σε όραμα την Παναγία, που τους είπε ότι προπορεύεται «στο όρος
Μελά» και τους ζήτησε να την ακολουθήσουν. Πιστοί, συνέχισαν την
πεζοπορία.
Ένα
δειλινό, οι δύο πεζοπόροι έφτασαν στο χωριό Κουσπιδή, όπου τους
φιλοξένησε στο σπίτι του κάποιος χωρικός. Η οικοδέσποινα τους σερβίρισε
δείπνο με ψάρια και ψωμί. Όταν οι μοναχοί άκουσαν ότι τα ψάρια ήταν από
τον ποταμό Πυξίτη που κατεβαίνει από το όρος Μελά, δεν έκρυψαν τη χαρά
τους. Το όρος Μελά ήταν ο προορισμός που τους είχε φανερωθεί στο όραμα.
Τώρα πια είχαν βάσιμες ελπίδες ότι πλησίαζε το τέλος της διαδρομής, που
επανασχεδιάστηκε οδηγό πια τον Πυξίτη ποταμό.
Χωρίς
καθυστέρηση συνέχισαν την πορεία τους προς την κορυφή αδιαφορώντας για
την κοπιαστική πορεία χρειαζόταν. Την επόμενη μέρα, οι κατάκοποι μοναχοί
ξύπνησαν σε υψόμετρο 1.063 από το κελάηδημα των πουλιών και έκθαμβοι
αντίκρισαν μια ψηλή κορυφή και γύρω της να πετούν χελιδόνια, που
φώλιαζαν στο χείλος μιας σπηλιάς. Σε εκείνη τη σπηλιά, ο Βαρνάβας και ο
Σωφρόνιος βρήκαν την εικόνα της Παναγίας της Αθηνιώτισσας που εθεωρείτο
ότι την είχε φιλοτεχνήσει ο Ευαγγελιστής Λουκάς. Σύμφωνα πάντα με την
ίδια παράδοση, η εικόνα είχε μεταφερθεί από αγγέλους.
Οι
μοναχοί Βαρνάβας και Σωφρόνιος έκτισαν με τη συμπαράσταση της
γειτονικής Μονής Βαζελώνα κελί και στη συνέχεια σκαλιστή μέσα στο βουνό
την εκκλησία της Παναγίας Σουμελά (Εις του Μελά – στου Μελά – Σουμελά).
Το
σοβαρό πρόβλημα της ύδρευσης του μοναστηριού λύθηκε, επίσης σύμφωνα με
την παράδοση, κατά θαυματουργό τρόπο. H ανθρώπινη λογική αδυνατεί να
απαντήσει στο θέαμα που βλέπουν και οι σημερινοί ακόμη προσκυνητές, να
αναβλύζει αγιασματικό νερό μέσα από ένα γρανιτώδη βράχο. Οι θεραπευτικές
του ιδιότητες έκαναν πασίγνωστο το μοναστήρι όχι μόνο στους
χριστιανούς, αλλά και στους μουσουλμάνους που ακόμη συνεχίζουν να το
επισκέπτονται και να ζητούν τη χάρη της Παναγίας.
Τα προβλήματα και οι ευεργέτες της μονής
H
μονή κατά καιρούς υπέφερε από τις επιδρομές των αλλόπιστων και των
κλεφτών, εξ αιτίας της φήμης και του πλούτου που απέκτησε. Μερικά
περιστατικά συνδέονται και με θαυματουργικές επεμβάσεις της Παναγίας για
τη σωτηρία του μοναστηριού. Σε κάποια από αυτές τις επιδρομές
λεηλατήθηκε από ληστές και, σύμφωνα πάντα με την παράδοση, καταστράφηκε,
για να ανασυσταθεί από τον Τραπεζούντιο Όσιο Χριστόφορο το 644. Τη μονή
προίκισαν με μεγάλη περιουσία και πολλά προνόμια, κτήματα, αναθήματα
και κειμήλια οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου και αργότερα κυρίως οι
αυτοκράτορες της Τραπεζούντας Ιωάννης Β΄ Κομνηνός (1285-1293), Αλέξιος
Β΄ Κομνηνός (1293-1330), Βασίλειος Α΄ Κομνηνός (1332-1340).
Μεγάλοι
ευεργέτες της μονής ήσαν ο Μανουήλ Γ΄ Κομνηνός (1390-1417), και ο
Αλέξιος Γ΄ (1349-1390). O πρώτος προσέφερε στη μονή ανεκτίμητης αξίας
Σταυρό με τίμιο ξύλο, ο οποίος σήμερα μετά από πολλές περιπέτειες,
βρίσκεται μαζί με τα άλλα κειμήλια της μονής στο νέο της θρόνο, στην
Καστανιά της Βέροιας. O Αλέξιος Γ΄ (1349-1390), τον οποίο έσωσε η
Μεγαλόχαρη από μεγάλη τρικυμία και τον βοήθησε να νικήσει τους εχθρούς
της, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης την οχύρωσε καλά, έχτισε πύργους, νέα κελιά
και ανακαίνισε τα παλαιά της κτίσματα. Της χάρισε 48 χωριά και
εγκατέστησε 40 μόνιμους φρουρούς για την ασφάλειά της. Γενικά προσέφερε
τόσα πολλά ώστε να ανακηρυχθεί από τους μοναχούς ως «νέος Κτήτωρ». Μέχρι
το 1650 σωζόταν έξω από την πύλη του ναού η ακόλουθη ιαμβική επιγραφή
«Κομνηνός Αλέξιος εν Xριστώ σθένων / πιστός Βασιλεύς, Στερρός, Ένδοξος,
Μέγας / Αεισέβαστος, Eυσεβής, Αυτοκράτωρ / Πάσης Ανατολής τε και Iβηρίας
/ Κτήτωρ πέφυκε της Μονής ταύτης νέος (1360 μ.X.) INΔ IΓ΄».
Πολλά
από τα προνόμια που χορήγησαν οι Κομνηνοί στη μονή επικυρώθηκαν και
επεκτάθηκαν επί Τουρκοκρατίας με σουλτανικά φιρμάνια και πατριαρχικά
σιγίλλια. Oι σουλτάνοι Βαγιαζήτ Β΄, Σελήμ Α΄, Μουράτ Γ΄, Σελήμ Β΄,
Iμπραήμ Α΄, Μωάμεθ Δ΄, Σουλεϊμάν Β΄, Μουσταφά Β΄, Αχμέτ Γ΄, αναγράφονται
στους κώδικες της μονής ως ευεργέτες.
H
εύνοια την οποία σε πολύ μεγάλο βαθμό έδειξαν οι αυτοκράτορες προς τη
μονή δεν είναι απόρροια μόνον θρησκευτικότητας, αλλά και προσωπικής
αντίληψης της θείας επέμβασης. Χαρακτηριστική είναι, όπως προαναφέραμε, η
θαυματουργική διάσωση του Αλεξίου Γ΄, από φοβερό ναυάγιο. Αλλά και οι
σουλτάνοι οι οποίοι ευεργέτησαν τη μονή είχαν προσωπικές εμπειρίες των
θαυμάτων που επιτελούσε η Παναγία Σουμελά. Αναφέρεται η περίπτωση του
σουλτάνου Σελήμ Α΄ που θεραπεύτηκε από σοβαρή ασθένεια με τη βοήθεια του
αγιάσματος της μονής.
Οι θησαυροί της Μονής
Στη
βιβλιοθήκη του Μοναστηριού φυλάγονταν πολύτιμα έγγραφα και πολλά αρχαία
χειρόγραφα μέχρι τον ξεριζωμό όπως το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του
Διγενή Ακρίτα. Χαρακτηριστικό είναι ότι από 52 ελληνικά χειρόγραφα που
υπάρχουν στο μουσείο της Άγκυρας τα 34 προέρχονταν από την Μονή της
Παναγίας Σουμελά.
Μέσα στη βιβλιοθήκη της μονής βρήκε το 1868 ο ερευνητής Σάββας Iωαννίδης το πρώτο ελληνικό χειρόγραφο του Διγενή Ακρίτα.
Στην
Μονή εκτός από την εικόνα της Μεγαλόχαρης άλλα κειμήλια ήταν ο Σταυρός
του Αυτοκράτορα Μανουήλ Γ΄ Κομνηνού και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του
Οσίου Χριστόφορου. Ευτυχώς και τα τρία αυτά ιερά κειμήλια οι μοναχοί της
Μονής τα έκρυψαν πριν τηνκαταστροφή και την λεηλασία του Μοναστηρίου
από τους Τούρκους το1922. Αργότερα τα ιερά αυτά κειμήλια μεταφέρθηκαν
στην Ελλάδα, και σήμερα βρίσκονται στην ανιστορημένη Μονή της Παναγίας
Σουμελά. στο όρος Βέρμιο της Βεροίας.
Οι θρύλοι
1. Οι ληστές και τα Καμένα
Η
ΠΑΝΑΓΙΑ ΣΟΥΜΕΛΑ συχνά αντιμετώπιζε επιδρομές από αλλόπιστους ληστές. Σε
μία τέτοια επιδρομή έπαθε μεγάλη ζημιά. Οι ληστές σκότωσαν μοναχούς,
λεηλάτησαν τα αφιερώματα και άρπαξαν την Εικόνα για να μοιραστούν τα
βαρύτιμα πετράδια και τον πλούτο των αφιερωμάτων. Επειδή δεν συμφωνούσαν
στη μοιρασιά, αποφάσισαν να τη χωρίσουν σε τρία κομμάτια.
«Εμένα
να μη με λογαριάστε» είπε ένας από τους τρεις και αποτραβήχτηκε. Όταν
ένας από τους δύο σήκωσε το τσεκούρι για να μοιράσει την Εικόνα στα δύο
μια βροντή ακούστηκε και μια αστραπή- κεραυνός άναψε το δάσος. Οι δύο
ληστές εγκατέλειψαν την Εικόνα και έφυγαν τρομαγμένοι αλλά δεν πρόλαβαν
να σωθούν. Κάηκαν ζωντανοί. Ο τρίτος, μετανιωμένος, έπεσε στα γόνατα και
προσκύνησε την Εικόνα που βρέθηκε σε κοίλωμα βράχου κοντά στο αγίασμα.
Το μέρος εκείνο που πήρε φωτιά ονομάστηκε «Καμένα» και ο ληστής που
μετάνιωσε έγινε μοναχός και βοήθησε μαζί με άλλους καλογέρους να
ξαναχτιστεί το μοναστήρι.
2. Ο σουλτάνος και ο ηγούμενος
ΣΥΜΦΩΝΑ
ΜΕ τον ιστορικό Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο, ο Σουλτάνος Σελίμ Α΄
(1467-1520) περνούσε από την Τραπεζούντα με προορισμό τη Βαγδάτη,
επικεφαλής μεγάλης στρατιάς, με στόχο μια γενικευμένη πολεμική σύρραξη
με την Περσία. Σταμάτησε στη Μονή για να ξεκουραστεί και, για ένα βράδυ,
δέχθηκε τις φιλόφρονες περιποιήσεις των μοναχών. Ο Σελήμ εντυπωσιάστηκε
από την τάξη που επικρατούσε στη Μονή και ρώτησε τον ηγούμενο πώς
καταφέρνουν και τα προλαβαίνουν όλα, ώστε τα πάντα να είναι στην
εντέλεια. «Διότι δεν αναβάλλομε για το πρωί της αύριον την εργασίαν της
εσπέρας της σήμερον», του απάντησε εκείνος.
Την
επόμενη ημέρα, ο Σουλτάνος διέταξε να χαράξουν αυτό το απόφθεγμα, που
τόσο τον εντυπωσίασε, στο αργυρένιο «ιμπρίκι» του νιπτήρα του, για να το
χρησιμοποιεί ως οδηγό στην καθημερινότητά του. Όταν αργότερα έφτασε με
τον στρατό του στα περίχωρα της Βαγδάτης, μπροστά στο ισχυρό φρούριο που
έπρεπε να καταλάβει, τον επισκέφθηκε πρεσβεία των πολιορκούμενων. Οι
Πέρσες του είπαν ότι η πόλη αποφάσισε να παραδοθεί την επαύριο και τον
παρακάλεσαν να ανακόψει την πορεία του εκείνη τη μέρα.
«Αύριο»,
του είπαν, «θα μπορείς να μπεις νικητής, αφού η πόλη θα σου παραδοθεί,
και να απολαύσεις τον θρίαμβό σου». Όμως ο Σελήμ οδηγούνταν πια από το
ρητό του γέροντα της Μονής της Παναγίας Σουμελά.
Και
δεν ανέκοψε την πορεία του. Η πόλη κατελήφθη την ίδια εκείνη μέρα. Για
να πληροφορηθεί ότι, αν περίμενε όπως του ζήτησε η πρεσβεία των
πολιορκούμενων, θα έφταναν σημαντικές δυνάμεις που αναμένονταν με
αποτέλεσμα η κατάληψη της Βαγδάτης να γίνει αμφίβολη και, πάντως,
σίγουρα πολύνεκρη.
Η εικόνα διασώθηκε μέσα σε μια κρύπτη
Μικρασιατική Καταστροφή, διωγμός και προσφυγιά.
Η
μονή δεν μένει έξω από το πρόβλημα και το Φεβρουάριος του 1923 και οι
τελευταίοι μοναχοί εγκαταλείπουν μέσα στη νύχτα το μοναστήρι και φεύγουν
για να σωθούν στην Τραπεζούντα. Ο ιερός χώρος γίνεται κρησφύγετο
λαθρεμπόρων. Η πυρκαγιά του 1930 αποτελειώνει το ιερόσυλο έργο των
αρχαιοκαπήλων και των τυμβωρύχων.
Το
μόνο που πρόλαβαν ήταν να φτιάξουν κρυψώνα μέσα στο παρεκκλήσι της
Αγίας Βαρβάρας για να τοποθετήσουν, με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη
ασφάλεια, την εικόνα της Παναγίας, το ευαγγέλιο του Οσίου Χριστοφόρου
και τον σταυρό του αυτοκράτορα της Τραπεζούντας Μανουήλ Κομνηνού με το
τίμιο ξύλο – τα μεγαλύτερα σύμβολα εκ των κειμηλίων της μονής.
Χρειάστηκε
να περάσουν μερικά χρόνια και να φτάσουμε στο 1930 όταν υπό τις ηγεσίες
Ελευθερίου Βενιζέλου στην Ελλάδα και ΙσμέτΙνονού στην Τουρκία, να
επιχειρηθεί η ελληνοτουρκική προσέγγιση. Τότε ο τούρκος πρωθυπουργός, ο
οποίος είχε επισκεφθεί την Αθήνα προκειμένου να επιβεβαιωθεί η αλλαγή
στις σχέσεις των δύο χωρών, δέχθηκε να μεταβεί στον Πόντο ελληνική
αντιπροσωπεία προκειμένου να παραλάβει τα κρυμμένα σύμβολα της μονής.
Αποφασίστηκε επικεφαλής της αποστολής να τεθεί ο καλόγερος Αμβρόσιος ο
Σουμελιώτης, ο οποίος είχε πληροφορηθεί από μοναχό που είχε καταφύγει
στη Θεσσαλονίκη πώς θα προσπελάσει την κρύπτη με τα πολύτιμα κειμήλια. Ο
Αμβρόσιος πήγε στον Πόντο, ξέθαψε τα τρία κειμήλια, τα έφερε στην Αθήνα
τα παρέδωσε στον Χρύσανθο Φιλιππίδη, τελευταίο Μητροπολίτη Τραπεζούντας
και μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Αθηνών. Γιατί… «παραμυθίαν ουκ έχω πλην σου,
Δέσποινα του κόσμου» και η ξενιτιά είναι καημός πολύ μεγάλος.
Η ελλαδική ιστορία της Παναγίας Σουμελά.
H
εικόνα αρχικά φιλοξενήθηκε για 20 χρόνια στο Βυζαντινό Μουσείο της
Αθήνας. Βέβαια από το 1931 ο Λεωνίδας Iασωνίδης είχε προτείνει τον
επανενθρονισμό της Παναγίας Σουμελά σε κάποια περιοχή της Ελλάδας.
Συγκεκριμένα έγραφε στην εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ:
«Αναζητήσωμεν
εν ταις Nέαις Xώραις παλαιάν τινά Σταυροπηγιακήν Μονήν, βραχώδη και
ερυμνήν, παρεμφερή προς την εν Πόντω ερημωθείσαν, θα μετωνομάσωμεν αυτήν
εις «Nέαν Παναγίαν Σουμελά» και θα δώσωμεν αυτήν εις ψυχικήν
ανακούφισιν και παρηγορίαν εις τας τριακοσίας πενήντα χιλιάδας των
Ποντίων, δι’ ους δεν είνε προσιταί αι Αθήναι!. Και θα δίδεται ούτω και
πάλιν η ευκαιρία εις τον γενναιόψυχον τούτον Λαόν να συγκροτή τας
πανηγύρεις και να συνεχίζη τας τελετάς και να εμφανίζη τας αλησμονήτους
εκείνας κοσμοσυρροάς κατά τας επετείους της Παρθένου εορτάς, ασπαζόμενος
την εικόνα των 17 Ποντιακών αιώνων, αισθανόμενος τα παλαιά της
συγκινήσεως ρίγη, αναβαπτιζόμενος εις την προς την πατρίδα πίστιν και
τραγουδών εν συνοδεία της Ποντιακής λύρας το αλησμόνητο τραγούδι:
Eμέν Κρωμναίτε λένε με
Κανέναν κι φογούμαι.
Ση Σουμελάς την Παναγιάν
θα πάγω στεφανούμαι!»
Το
1951-1952 ύστερα από πρόταση του τότε προέδρου του σωματείου «Παναγία
Σουμελά» Θεσσαλονίκης Φίλωνα Κτενίδη και το ενδιαφέρον μερικών
προσωπικοτήτων ευλαβών χριστιανών, η εικόνα παραχωρήθηκε στο σωματείο το
οποίο και άρχισε την ανιστόρηση της μονής σε ένα επίπεδο του χωριού
Καστανιά στις πλαγιές του Βερμίου της Βέροιας. Η κοινότητα Καστανιάς για
το σκοπό αυτό παραχώρησε 500 στρέμματα για την ανέγερση του
προσκυνήματος. Η «Αθηνιώτισσα» και η «Σουμελιώτισσα» γίνεται
προσφυγομάνα και «Βερμιώτισσα».
Η επαναλειτουργία στην Ιερά Μονή
Τον
Ιούνιο του 2010 το Τουρκικό Κράτος έδωσε άδεια στο Οικουμενικό
Πατριαρχείο για να τελεστεί στην ιστορική μονή η λειτουργία για την
γιορτή της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στις 15 Αυγούστου 2010, με την
Τουρκία να προσδοκά τόσο στην έξωθεν καλή μαρτυρία για σεβασμό των
θρησκευτικών ελευθεριών όσο και σε οικονομικά οφέλη από την αύξηση των
τουριστών στην περιοχή τις ημέρες αυτές. Στην απόφαση να ανοίξει η μονή
για μία ημέρα διεκδικεί μερίδιο και η Ρωσική Εκκλησία. Αυτή ήταν η πρώτη
φορά ύστερα από 87 έτη που το μοναστήρι λειτούργησε ξανά ως εκκλησία,
καθώς τα τελευταία χρόνια είχε μετατραπεί σε μουσείο.
Σου άρεσε; κάνε και εσύ Like στην αμερόληπτη ενημέρωση!