Τις
προηγούμενες ημέρες στο Λονδίνο σημειώθηκε μία αδικαιολόγητη
διπλωματική απρέπεια από τον Πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου, με
τρόπο που δεν συνάδει με την παραδοσιακή βρετανική συμπεριφορά. Και η
επακόλουθη διαχείριση του επεισοδίου από την Ντάουνινγκ Στριτ ήταν
εντελώς λανθασμένη, αφού η μία αστοχία διαδεχόταν την άλλη.
Αν
ο Ρίσι Σούνακ ενοχλήθηκε από τις δηλώσεις του Έλληνα Πρωθυπουργού για
τα Γλυπτά σε ερώτηση που του τέθηκε κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στο BBC,
η αντίδρασή του ήρθε με «χρονοκαθυστέρηση». Το γεγονός ότι μεσολάβησαν
36 ώρες μέχρι την τελική του απόφαση δείχνει ότι προφανώς κινήθηκε με
γνώμονα την εσωτερική πολιτική κατάσταση στο Ηνωμένο Βασίλειο. Επιπλέον,
οι δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη περιείχαν τις πάγιες ελληνικές
θέσεις. Άλλωστε, με κάθε ευκαιρία η ελληνική κυβέρνηση προβάλλει το
δίκαιο αίτημα για επανένωση ενός μνημείου της παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς.
Η
ατζέντα των συναντήσεων του Πρωθυπουργού με ξένους ομολόγους του δεν
μπαίνει σε ζύγι. Προφανώς και θα ετίθετο το θέμα των Γλυπτών του
Παρθενώνα. Δεν υπήρξε καμία προσυνεννόηση για το αντίθετο, ούτε θα
μπορούσε να υπάρξει. Άλλωστε, τα τελευταία τέσσερα χρόνια η κυβέρνηση
έχει επιτύχει τη διεθνοποίηση του ζητήματος, κερδίζοντας τη στήριξη της
διεθνούς κοινότητας, καθώς και της πλειοψηφίας της βρετανικής κοινής
γνώμης.
Η
αιφνίδια απόφαση του κ. Σούνακ να ακυρώσει τη συνάντηση με τον Κυριάκο
Μητσοτάκη στέρησε από δύο παραδοσιακούς συμμάχους την ευκαιρία να
συζητήσουν τις σοβαρές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι λαοί μας.
Ζητήματα, εκτός από τα Γλυπτά του Παρθενώνα, όπως η κρίση στη Γάζα, η
κατάσταση στην Ουκρανία, το Μεταναστευτικό, καθώς και η διεθνής
πληθωριστική κρίση αφορούν εξίσου τους Έλληνες και τους Βρετανούς
πολίτες. Είναι απορίας άξιο το πώς η βρετανική διπλωματία «επέτρεψε»
αυτό το λάθος. Ένα λάθος που έφερε σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση του
Ηνωμένου Βασιλείου και πέτυχε τα αντίθετα από τα προσδοκώμενα
αποτελέσματα: το διπλωματικό «φάουλ» του κ. Σούνακ έφερε το ζήτημα των
Γλυπτών στο επίκεντρο της διεθνούς επικαιρότητας.
Με
το Ηνωμένο Βασίλειο μας συνδέουν πολλά. Πολεμήσαμε στο ίδιο πλευρό
στους Παγκόσμιους Πολέμους και βρισκόμαστε παραδοσιακά μαζί στη σωστή
πλευρά της Ιστορίας. Οι διμερείς μας σχέσεις είναι στενές, πολυδιάστατες
και χτισμένες σε στέρεες βάσεις. Υπερβαίνουν πρόσωπα και πολιτικά
κόμματα. Για την ελληνική πλευρά, το διπλωματικό επεισόδιο θεωρείται
λήξαν. Δεν πρέπει να εκληφθεί ως ελληνοβρετανική κρίση. Μία τέτοια
εξέλιξη δεν θα ωφελούσε ούτε την ευρύτερη περιοχή ούτε τις χώρες μας.
Εύχομαι και ελπίζω η βρετανική πλευρά να επιδείξει την αναγκαία
ψυχραιμία και εγκράτεια, να φερθεί με τρόπο «βρετανικό».