Η
μετατροπή της Μονής της Χώρας σε τέμενος είναι ανιστόρητη και
προσβάλλει ευθέως κάθε πολιτισμένο πολίτη του κόσμου. Ειδικότερα σε
εμάς, του Χριστιανούς Ορθόδοξους, αυτή η απόφαση προκαλεί θυμό και
θλίψη. Η πραγματικότητα είναι ότι η τουρκική κυβέρνηση υλοποίησε μια
απόφαση που είχε λάβει ήδη από το 2019. Βέβαια, δεν είναι η πρώτη φορά
που η Άγκυρα εργαλειοποιεί ένα μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής
κληρονομιάς. Το έκανε και με την Αγία Σοφία, το 2020.
Ο
Τούρκος πρόεδρος προχώρησε σε αυτήν την ανιστόρητη απόφαση, καθώς θέλει
να εξυπηρετήσει το γενικότερο αφήγημά του. Έτσι τονώνει το «εξαγώγιμο»
ισλαμικό προφίλ του, χαράζει εντονότερη διαχωριστική γραμμή με το
κεμαλικό παρελθόν και ενισχύει την ισλαμική ταυτότητα του τουρκικού
έθνους. Γιατί τώρα; Η χρονική συγκυρία της υλοποίησης αυτής της απόφασης
σχετίζεται και με την ήττα του κυβερνώντος κόμματος και εμμέσως του
ίδιου του Ταγίπ Ερντογάν στις πρόσφατες δημοτικές εκλογές, γεγονός που
τον υποχρεώνει να στραφεί σε πολιτικές τόνωσης του θρησκευτικού
συναισθήματος των ψηφοφόρων. Το 6% του εκλογικού σώματος που επέλεξε το
κόμμα του υιού του παραδοσιακού ισλαμιστή ηγέτη Ερμπακάν αποτελεί μικρή
αλλά κρίσιμη μάζα για το πολιτικό μέλλον του AKP και του ίδιου του ηγέτη
του.
Το
ζήτημα αφορά και την αναμέτρηση του Ερντογάν με την Ιστορία. Στη
γενικότερη προσπάθεια της επικράτησης επί του κεμαλισμού και της
ταυτόχρονης ανάδειξης του λεγόμενου «ερντογανισμού» στη σύγχρονη
Τουρκία, τέτοιου είδους επιλογές είναι άκρως βοηθητικές: ανατρέπουν το
status quo μνημείων που είχε καθοριστεί από τις κεμαλικές πολιτικές
δυνάμεις και ενισχύουν το αποτύπωμα της σημερινής κυβέρνησης στο θυμικό
των πολιτών. Άλλωστε, ο «νέος αιώνας» της Τουρκίας έχει ισλαμικό
χαρακτήρα.
Στην
Ελλάδα, τις τελευταίες ημέρες, μερίδα της αντιπολίτευσης προτείνει την
αναβολή της επίσκεψης του Κυριάκου Μητσοτάκη στην Άγκυρα, μετά τη
θλιβερή εξέλιξη με τη Μονή της Χώρας. Μια απόφαση αναβολής του ταξιδιού
θα μετέτρεπε αυτομάτως το ζήτημα σε διμερές. Είναι ξεκάθαρα ένα διεθνές
θέμα που σχετίζεται με το σεβασμό στον πολιτισμό και την Ιστορία.
Βεβαίως, ο πρωθυπουργός ως ηγέτης ευρωπαϊκής χριστιανικής χώρας θα το
θέσει στον Τούρκο πρόεδρο, σε συνέχεια και της άμεσης αντίδρασης του
Υπουργείου Εξωτερικών.
Ναι,
με την Τουρκία η συζήτηση είναι δύσκολη. Ναι, η επαναπροσέγγιση δεν
είναι αυτόματη διαδικασία. Ναι, η διαφορά μας στον καθορισμό ΑΟΖ και
υφαλοκρηπίδας δεν θα λυθεί εύκολα. Όμως, η επικοινωνία Αθήνας-Άγκυρας
έχει φέρει θετικά αποτελέσματα. Η νηνεμία στο Αιγαίο, η καλή συνεργασία
στο Μεταναστευτικό και η διευκόλυνση έκδοσης θεωρήσεων σε συγκεκριμένα
ελληνικά νησιά είναι θετικά βήματα, που ενισχύουν την περιφερειακή
ασφάλεια.
Η
ελληνική κυβέρνηση δεν τρέφει αυταπάτες. Κανείς δεν πιστεύει ότι η
Τουρκία θα διαγράψει έτσι απλά τον αναθεωρητισμό της. Παρά τις
δυσκολίες, τις διαφωνίες και τη διάσταση απόψεων, η επικοινωνία με την
Τουρκία είναι ένδειξη αυτοπεποίθησης και υπευθυνότητας. Και η κυβέρνηση
εργαζόταν και εργάζεται για το καλό της περιφερειακής σταθερότητας,
βάζοντας πάνω από όλα το εθνικό συμφέρον. Άλλωστε, η γεωγραφία δεν
αλλάζει.