*Γενικός Γραμματέα Δήμου Μοσχάτου – Ταύρου
Την 1η Ιανουαρίου ανέλαβαν καθήκοντα οι νέες Δημοτικές Αρχές για τα πέντε επόμενα χρόνια.Οι πολίτες με την ψήφο τους επέλεξαν ποιοι θα διοικήσουν κάθε Δήμο. Οι εκλογές πραγματοποιήθηκαν με βάση τον Ν.4804/2021 όπως τροποποιήθηκε.
Είχα επισημάνει με σχετικά κείμενά μου τις αντιφάσεις και τις υπερβολές του εκλογικού αυτού νόμου, όπως για παράδειγμα το ότι ενώ καταργήθηκαν οι κοινότητες σε μεγάλα αστικά κέντρα, αυξήθηκε ο αριθμός των υποψηφίων Δημοτικών και Κοινοτικών Συμβούλων κατά 150 %.
Στους επαρχιακούς δήμους για παράδειγμα σε ένα τριμελές συμβούλιο ενός χωριού οι υποψήφιοι Σύμβουλοι έφθαναν τους 8 ανά δημοτικό συνδυασμό, ενώ σε πενταμελές έφθαναν τους 13. Δηλαδή αν υπήρχαν δύο συνδυασμοί μπορούσαν οι υποψήφιοι να έφθαναν τους 16 και τους 26 αντίστοιχα.
Αριθμός υπερβολικός για τόσο μικρές κοινωνίες.
Την ίδια στιγμή συνδυασμοί μεγάλων Δήμων της Αττικής μπορούσαν να έχουν συνολικό αριθμό υποψηφίων έως 73 άτομα κατά μέσο όρο (ανάλογα με τον αριθμό των εδρών), ενώ σε δήμους της επαρχίας ένας συνδυασμός θα μπορούσε να έχει συνολικά 300 ή και 400 υποψηφίους, πράγμα υπερβολικό, ανεδαφικό και παράλογο.
Η εκλογή των Κοινοτικών Συμβουλίων μέσω δημοτικών συνδυασμών έδειξε, ότι ενώ οι υποψήφιοι για τα χωριά έχουν πρωταρχικό ενδιαφέρον την πρόοδο του τόπου τους, δυστυχώς ενεπλάκησαν στις αντιπαραθέσεις εκλογής των υποψηφίων Δημάρχων. Αυτό διαίρεσε τις τοπικές κοινωνίες, αφού κάθε πολίτης ενώ επέλεγε τον υποψήφιο Δήμαρχο με τα δικά του κριτήρια, σε πολλές περιπτώσεις αυτά έρχονταν σε αντίθεση με τα κριτήρια επιλογής των κοινοτικών συμβούλων.
Επειδή η Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι θεσμός προσφοράς στην κοινωνία και όχι μέσο για κάθε είδους αντιπαραθέσεις, πρέπει η Κυβέρνηση να επεξεργαστεί και να θέσει σε διάλογο τις αναγκαίες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο που πρέπει να γίνουν έγκαιρα και όχι στο τέλος
της δημοτικής περιόδου. Ο εκσυγχρονισμός και η βελτίωση της νομοθεσίας αποτελεί δημοκρατικό καθήκον. Θεωρώ ότι πρέπει να επανέλθει η διάταξη για την εκλογή σε ξεχωριστή κάλπη των κοινοτικών συμβουλίων από την εκλογή Δημάρχων και Δημοτικών Συμβουλίων. Έτσι το κάθε Κοινοτικό Συμβούλιο θα διεκδικεί απερίσπαστα τα δικαιώματά της κάθε Κοινότητας προς την εκάστοτε Δημοτική Αρχή, χωρίς να λειτουργεί ως εντολοδόχος της, ούτε φυσικά ως φορέας άγονης αντιπαράθεσης με την εκάστοτε Διοίκηση του Δήμου.
Το όριο των υποψηφιοτήτων πρέπει να μειωθεί από το 150% τουλάχιστον στο 100% σε όλους τους Δήμους της χώρας.
Τα Κοινοτικά Συμβούλια εφόσον θα εκλέγονται σε ξεχωριστή κάλπη, η αριθμητική υποχρέωση κατάρτισης ψηφοδελτίου να είναι τουλάχιστον ίση με τον αριθμό των εδρών ώστε να μην μεταφέρεται η έδρα σε διπλανή κοινότητα. Με τις αλλαγές αυτές δεν θα επαναληφθούν φαινόμενα διαιρέσεων και διχασμού των τοπικών κοινωνιών, αφού κάθε πολίτης θα επιλέγει με τα δικά του διακριτά κριτήρια τόσο τον Δήμαρχο και τους Δημοτικούς Συμβούλους όσο και τους Κοινοτικούς Συμβούλους.
Εάν υλοποιηθούν οι παραπάνω προτάσεις θα σταματήσει η αγωνιώδης προσπάθεια των υποψηφίων Δημάρχων να συγκεντρώνουν στρατιές υποψηφίων συμβούλων προκειμένου να ανταποκριθούν στην υποχρέωση που ορίζει ο νόμος, αδιαφορώντας για τις κοινωνικές επιπτώσεις.
Στη χώρα μας η Αυτοδιοίκηση είναι ένας θεσμός με μεγάλη ιστορική διαδρομή και έχουμε υποχρέωση να προασπίζουμε το κύρος και την προοπτική της. Κάθε νομοθετική ρύθμιση πρέπει να συμβάλλει στη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και της ενότητας των πολιτών. Ιδιαίτερα δε στις μικρές κοινωνίες δεν υπάρχει η πολυτέλεια αντιπαραθέσεων και διαιρέσεων αφού η αγάπη για τον κάθε τόπο πρέπει να ενώνει όλους τους πολίτες.
Πηγή : airetos.gr