Τον Μάιο αναφερθήκαμε στην αναγκαιότητα της
«τρίτης παρατάξεως». Έκτοτε, στην «κινούμενη πολιτική άμμο» στην οποία
βρισκόμαστε, οι συνθήκες και οι καταστάσεις άλλαξαν – αλλά και πάλι, το
ζητούμενο είναι η «τρίτη παράταξη», με περιεχόμενο διαφορετικό μεν, εκ φυσικής
εξελίξεως δε, από αυτό του Μαΐου. Η πρώτη παράταξη είναι η «φιλευρωπαϊκή»
(σήμερα: ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ). Υπόσχεται και προτάσσει την παραμονή της χώρας στην
Ευρώπη και στην Ευρωζώνη δια της τήρησης, όσο το δυνατόν λιγώτερο επώδυνης, των
συμφωνηθέντων.
Η δεύτερη παράταξη είναι η «αντιμνημονιακή-αντικαθεστωτική»
(σήμερα: ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, Χ.Α.). Επειδή έχει καταστεί πλέον σαφές ότι το
«αντιμνημονιακός» από μόνο του, χωρίς σύζευξη με συγκεκριμένη αντιπρόταση, δεν
αποτελεί πολιτική ταυτότητα ή πολιτικό στίγμα, το κυρίως πρόταγμα αυτής της
παράταξης είναι η αντικαθεστωτικότητα/αντισυστημικότητα, με ό,τι επιμέρους
περιεχόμενο της δίνει ο καθένας (και η ποικιλία είναι εντυπωσιακή). Από το
ιδεολογικοποιημένα αριστερό (ΣΥΡΙΖΑ) μέχρι το πρωτόγονο και αντιδημοκρατικό
(Χ.Α.). (Το ΚΚΕ μοιάζει να μη συμμετέχει στο πολιτικό γίγνεσθαι και στις
τεκτονικές ανακατατάξεις, οπότε το αφήνουμε απ’ έξω, όπως κάνει άλλωστε και το
ίδιο στον εαυτό του, παραμένοντας σε ένα αχανές σταλινικό νεφέλωμα. Η Χ.Α. ναι
μεν ανήκει στο παραπάνω τόξο «αντιμνημονιακής και αντικαθεστωτικής επαγγελίας»,
αλλά δεν συμπεριλαμβάνεται στην προοπτική εξουσίας του είτε ως ΣΥΡΙΖΑ είτε ως
ΣΥΡΙΖΑ+ΑΝΕΛ.) Το πρόβλημα είναι ότι και οι δύο παρατάξεις, ως έχουν, είναι
καταδικασμένες να αποτύχουν: -Η «φιλευρωπαϊκή» παράταξη αποτελείται κατ’ ουσίαν
από τα κόμματα του μεταπολιτευτικού δικομματισμού (η ΔΗΜΑΡ αποτελεί,
σεσαρκωμένη σε κόμμα, μία από τις εκφράσεις του λώρου που ανέκαθεν συνδέει το
ΠΑΣΟΚ με το ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ/Αριστερά) και κυβερνά επί τη βάσει της υπόσχεσης σχετικής
σταθερότητας, κυβερνησιμότητας, ευρωπαϊκού δρόμου. Αποτελούμενη όμως από το
στελεχιακό δυναμικό του ancien régime, δεν μπορεί παρά να αναπαραγάγει τους
τρόπους, τις μεθόδους, τη λογική και -όσο είναι δυνατόν- τους σκοπούςτου ancien
régime (έχουμε προσπαθήσει αλλού να εξηγήσουμε το πώς και το γιατί). Δεν είναι
τυχαίο το ότι η διαφθορά ζει και ενίοτε βασιλεύει με διάφορες «λίστες», αφού
όσοι ανδρώθηκαν πολιτικά με την διαφθορά δεν μπορούν αλλά ούτε και θέλουν να
κάνουν αλλιώς. Ως εκ τούτου, αντί οι μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου να
αξιοποιούνται για να δώσουν ορμή στην πλήρη αλλαγή του κράτους, το κόστος τους
μετακυλίεται ως επί το πλείστον στους «χαμένους της μεταπολίτευσης» με ειδική
φροντίδα –αν όχι της «κεφαλής», τότε σίγουρα όλων των υπολοίπων- για να θιγούν
όσο γίνεται λιγώτερο οι «κερδισμένοι» (αν αυτό δεν γίνεται με τον
προγραμματισμό των μεταρρυθμίσεων, τότε έστω με την ελλιπή και πλημμελή
εφαρμογή τους). Έτσι μεγεθύνεται έτι περαιτέρω το έλλειμμα κοινωνικής
δικαιοσύνης, ενώ η αίσθηση ατιμωρησίας και η επιθυμία/ροπή της υπάρχουσας
πολιτικής τάξης να αναπαραχθεί εξαφανίζει οποιαδήποτε ρεαλιστική προοπτική
κοινωνικής και πολιτικής ανάκαμψης, αναγέννησης, ανατροπής των μεταπολιτευτικών
ειωθότων. -Η «αντικαθεστωτική» παράταξη αφ’ ενός δεν έχει τα στελεχιακά,
πολιτικά-προγραμματικά και αξιακά εχέγγυα για να πετύχει στην
«αντικαθεστωτικότητά» της (δηλαδή, να ανατρέψει την μέχρι σήμερα ισορροπία
«κερδισμένων» και «χαμένων» της Μεταπολίτευσης), αφ’ ετέρου με τις πολιτικές
της (αν δεν κάνει κάποια μείζονα μνημονιακή στροφή, αυτοακυρωνόμενη) είναι
μαθηματικώς βέβαιο ότι θα οδηγήσει την Ελλάδα εκτός Ευρωζώνης και Ευρώπης, σε
ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια, οπισθοδρόμηση και κοινωνική αδικία, σε ακόμα
μεγαλύτερα χάσματα των τάξεων, «παλιών» και «νέων» («κερδισμένοι»-«χαμένοι»).
Ως προς το πρώτο, η αφήγηση/ερμηνεία-εξήγηση/ανάγνωση της συγκυρίας από μέρους
της δεν οδηγεί στον δρόμο της ανατροπής των μεταπολιτευτικών ειωθότων (δεν
φτάνει να περιγράψει ή να υπονοήσει τον τρόπο εφαρμογής της), ενώ ως προς το
δεύτερο, η αφήγηση/επαγγελία της είναι διαμετρικά αντίθετη με τα αποτελέσματα
που η πολιτική της μοιάζει καταδικασμένη να επιφέρει εφαρμοζόμενη, με ό,τι αυτό
συνεπάγεται για το κοινωνικό και πολιτικό χάος που θα ακολουθούσε. Το ζητούμενο
είναι η τρίτη παράταξη, η οποία θα πρέπει να είναι εν τοις πράγμασιν -και όχι
στις προθέσεις ή στις επαγγελίες- φιλευρωπαϊκή και
αντικαθεστωτική/ριζοσπαστική, ανατρέποντας την τρέχουσα νεώτατη πολιτική
γεωγραφία: -Φιλευρωπαϊκή, διότι θα δομείται επί τη βάσει του αιτήματος
παραμονής στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη. Δηλαδή, θα υπόσχεται και θα
επιτυγχάνει ό,τι δεν μπορεί να προωθήσει η «δεύτερη παράταξη». Διανοίγοντας τον
δρόμο της ευημερίας και της ανάπτυξης, συγκριτικής ως προς τις εναλλακτικές
κατά πρώτον και μεσοπρόθεσμης σε απόλυτες τιμές κατά δεύτερον – τα οποία είναι
ρεαλιστικά επιτεύξιμα εντός, και όχι εκτός, του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
-Αντικαθεστωτική/ριζοσπαστική, διότι με το συγκεκριμένο πολιτικό πρόγραμμά της
και με το στελεχιακό δυναμικό που θα μπορεί ρεαλιστικά να το υπηρετήσει θα
ανατρέπει τα μεταπολιτευτικά ειωθότα, το «καθεστώς της Μεταπολίτευσης»,
υλοποιώντας τις προϋποθέσεις για αξιοκρατία, παραγωγικότητα, δικαιοσύνη/άρση
της ατιμωρησίας, ισότητα απέναντι στον νόμο (το θεωρητικό ζητούμενο είναι οι
ακριβείς προϋποθέσεις υλοποίησης, διότι από ευχολόγια έχω όσα θες…). Δηλαδή, θα
εγκαθιδρύει μια Νέα Μεταπολίτευση – κάτι που αυτήν την στιγμή δεν μπορεί να το
προωθήσει ή να το εγγυηθεί η «πρώτη παράταξη», και δεν μοιάζει να ενδιαφέρει
πραγματικά την δεύτερη. Δηλαδή, όπως θα έλεγαν και στην γείτονα χώρα,
χρειαζόμαστε ένα κόμμα (i) Δικαιοσύνης και (ii) Ανάπτυξης… Ένα κόμμα της Νέας
Μεταπολίτευσης. Ένα κόμμα όπου θα πληρούνται οι αναγκαίες και ικανές
προύποθέσεις, ώστε η φράση «κόμμα των αξίων και των αξιών» να μην είναι
συνεδριακό σύνθημα αλλά απτή, ψηλαφητή πραγματικότητα. Αλλιώς δεν έχει νόημα!
Και κανείς δεν μπορεί να κρύβεται άλλο πίσω από το δάκτυλό του, διότι πλέον τον
βλέπουν όλοι… Ο λόγος που δεν ασχολούμαστε με το ενδεχόμενο να πετύχουν
δυνάμεις μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ αυτήν την μετεξέλιξη είναι ότι δεν νομίζουμε ότι
έχουν αντιληφθεί αυτήν την διάταξη και αυτό το διακύβευμα, ώστε να είναι εφικτό
να το επιδιώξουν (δεν έχουν την ικανότητα να το αντιληφθούν σε όλες του τις
συνεπαγωγές). Ο λόγος που ασχολούμαστε με το ενδεχόμενο να προκύψει αυτή η
πρωτοβουλία από τον πρωθυπουργό είναι η εδραία πεποίθηση ότι τουλάχιστον
κάποιοι συνεργάτες του δεν μπορεί παρά να έχουν αντιληφθεί αυτήν την
αναγκαιότητα και αυτό το διακύβευμα, καθώς και από την υπόθεση ότι ο
πρωθυπουργός πρέπει να είναι πολύ λιγώτερο δεσμευμένος σε ένα πλέγμα διαπλοκής
και διαφθοράς απ’ ότι άλλοι πολιτικοί, με συνεχή παρουσία χωρίς μακροχρόνια
διαλείμματα-αγραναπαύσεις στην κεντρική εγχώρια πολιτική σκηνή, οι οποίοι θα
ήταν δομικά αδύνατον να επιφέρουν ουσιαστική αλλαγή. Παρ’ όλα ταύτα, κάποιοι
μοιάζει να αντιλαμβάνονται το «νέο κόμμα» που χρειαζόμαστε ως απλή ομαλή
μετεξέλιξη υπαρχόντων κομματικών σχηματισμών, ή ως «κομματικοποίηση» της
λογικής αλλά και των στελεχών του παρόντος τρικομματικού κυβερνητικού σχήματος.
Με ταυτόχρονη «αποκατάσταση» διαφόρων αγάμων θυγατέρων της μεταπολίτευσης, τάχα
μου σημαινόντων στελεχών και πρώην υπουργών. Φαντάζονται ότι η επερχόμενη
κομματογονία δύναται να αποτελείται απλώς από «μερεμέτια», με ολίγη από
ανανέωση… Κάτι τέτοιο όμως θα πρόδιδε αφέλεια αν μη τι άλλο δυσεξήγητη. Ήδη
σήμερα επιβιώνουν στο ευρύτερο κυβερνητικό σχήμα φυντάνια της εγχωρίου
φεουδαρχίας και χομπίστες της πολιτικής· η διεύρυνση αυτών των τάσεων θα ήταν
ό,τι χειρότερο μπορεί να διανοηθεί κανείς. Η υπέρβαση που οφείλει να λάβει χώρα
είναι συγκεκριμένη και έχει δεδομένα, ορισμένα χαρακτηριστικά. Εκτίμησή μας
είναι ότι όποιος δεν την επιτύχει, την επιχειρήσει πλημμελώς ή δεν την
επιχειρήσει καν, θα ξεπεραστεί από την Ιστορία – ανώδυνα ή λιγώτερο ανώδυνα.
Ένας «Κερένσκι». Η έλλειψη κόμματος για να εκπροσωπήσει την «τρίτη παράταξη»
συνιστά μείζον πολιτικό κενό. Και η φύση απεχθάνεται το κενό… Ο λόγος που
σκοτιζόμαστε να προκύψει η ανατροπή με ομαλότητα από υπάρχοντες πολιτικούς
«παίκτες» και όχι εκ του μηδενός είναι ότι όσο το αδιέξοδο και ο ελλιπής
τοκετός του καινούργιου επιτείνεται, τόσο ρεαλιστικώτερα καραδοκεί το
ενδεχόμενο μιας «μετα-μεταπολιτευτικής υποτροπής», δηλαδή της επιβολής μιας
αντιδραστικής αντιμεταρρύθμισης από βίαιες δυνάμεις που λόγω πολιτικού κενού θα
μπορούσαν να διεκδικήσουν επιτυχώς την εξουσία, η οποία μαζί με τα ξερά της
μεταπολίτευσης θα έκαιγε και όλα τα χλωρά, εκτοξεύοντάς μας με επίπονο τρόπο
αρκετές δεκαετίες πίσω. Βιαζόμαστε· δεν έχουμε χρόνο. Ο κυρίως λόγος που
επενδύουμε σε «παίκτες» που έχουν ενίοτε επιδείξει μια διστακτικότητα να
σπάσουν όσα αυγά χρειάζεται (ενώ μας έχουν κλείσει πολλάκις το μάτι ότι θα το
κάνουν) είναι ότι δεν υπάρχει χρόνος για πειράματα από μηδενική βάση, για
πολιτικές δυνάμεις αποκλειστικά αναδυόμενες από την κοινωνία – οι οποίες ούτως
ή άλλως μέχρι στιγμής δεν διαφαίνονται καθόλου, ούτε καν στα αποδυτήρια, κάτι
το δυσεξήγητο. Η «τρίτη παράταξη» είναι εδώ και περιμένει ποιός θα την
εκπροσωπήσει· ποιός θα τολμήσει. Σωτήρης Μητραλέξης
Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/6498, Ἀντίβαρο
Τον Μάιο αναφερθήκαμε στην αναγκαιότητα της «τρίτης παρατάξεως».
Έκτοτε, στην «κινούμενη πολιτική άμμο» στην οποία βρισκόμαστε, οι
συνθήκες και οι καταστάσεις άλλαξαν – αλλά και πάλι, το ζητούμενο είναι η
«τρίτη παράταξη», με περιεχόμενο διαφορετικό μεν, εκ φυσικής εξελίξεως
δε, από αυτό του Μαΐου.
Η πρώτη παράταξη είναι η «φιλευρωπαϊκή» (σήμερα: ΝΔ, ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ).
Υπόσχεται και προτάσσει την παραμονή της χώρας στην Ευρώπη και στην
Ευρωζώνη δια της τήρησης, όσο το δυνατόν λιγώτερο επώδυνης, των
συμφωνηθέντων.
Η δεύτερη παράταξη είναι η «αντιμνημονιακή-αντικαθεστωτική» (σήμερα:
ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ, Χ.Α.). Επειδή έχει καταστεί πλέον σαφές ότι το
«αντιμνημονιακός» από μόνο του, χωρίς σύζευξη με συγκεκριμένη
αντιπρόταση, δεν αποτελεί πολιτική ταυτότητα ή πολιτικό στίγμα, το
κυρίως πρόταγμα αυτής της παράταξης είναι η
αντικαθεστωτικότητα/αντισυστημικότητα, με ό,τι επιμέρους περιεχόμενο της
δίνει ο καθένας (και η ποικιλία είναι εντυπωσιακή). Από το
ιδεολογικοποιημένα αριστερό (ΣΥΡΙΖΑ) μέχρι το πρωτόγονο και
αντιδημοκρατικό (Χ.Α.).
(Το ΚΚΕ μοιάζει να μη συμμετέχει στο πολιτικό γίγνεσθαι και στις
τεκτονικές ανακατατάξεις, οπότε το αφήνουμε απ’ έξω, όπως κάνει άλλωστε
και το ίδιο στον εαυτό του, παραμένοντας σε ένα αχανές σταλινικό
νεφέλωμα. Η Χ.Α. ναι μεν ανήκει στο παραπάνω τόξο «αντιμνημονιακής και
αντικαθεστωτικής επαγγελίας», αλλά δεν συμπεριλαμβάνεται στην προοπτική
εξουσίας του είτε ως ΣΥΡΙΖΑ είτε ως ΣΥΡΙΖΑ+ΑΝΕΛ.)
Το πρόβλημα είναι ότι και οι δύο παρατάξεις, ως έχουν, είναι
καταδικασμένες να αποτύχουν:
-Η «φιλευρωπαϊκή» παράταξη αποτελείται κατ’ ουσίαν από τα κόμματα του
μεταπολιτευτικού δικομματισμού (η ΔΗΜΑΡ αποτελεί, σεσαρκωμένη σε κόμμα,
μία από τις εκφράσεις του λώρου που ανέκαθεν συνδέει το ΠΑΣΟΚ με το
ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ/Αριστερά) και κυβερνά επί τη βάσει της υπόσχεσης σχετικής
σταθερότητας, κυβερνησιμότητας, ευρωπαϊκού δρόμου. Αποτελούμενη όμως από
το στελεχιακό δυναμικό του ancien régime, δεν μπορεί παρά να
αναπαραγάγει τους τρόπους, τις μεθόδους, τη λογική και -όσο είναι
δυνατόν- τους σκοπούςτου ancien régime (έχουμε προσπαθήσει αλλού να
εξηγήσουμε το πώς και το γιατί). Δεν είναι τυχαίο το ότι η διαφθορά ζει
και ενίοτε βασιλεύει με διάφορες «λίστες», αφού όσοι ανδρώθηκαν πολιτικά
με την διαφθορά δεν μπορούν αλλά ούτε και θέλουν να κάνουν αλλιώς. Ως
εκ τούτου, αντί οι μεταρρυθμίσεις του Μνημονίου να αξιοποιούνται για να
δώσουν ορμή στην πλήρη αλλαγή του κράτους, το κόστος τους μετακυλίεται
ως επί το πλείστον στους «χαμένους της μεταπολίτευσης» με ειδική
φροντίδα –αν όχι της «κεφαλής», τότε σίγουρα όλων των υπολοίπων- για να
θιγούν όσο γίνεται λιγώτερο οι «κερδισμένοι» (αν αυτό δεν γίνεται με τον
προγραμματισμό των μεταρρυθμίσεων, τότε έστω με την ελλιπή και πλημμελή
εφαρμογή τους). Έτσι μεγεθύνεται έτι περαιτέρω το έλλειμμα κοινωνικής
δικαιοσύνης, ενώ η αίσθηση ατιμωρησίας και η επιθυμία/ροπή της
υπάρχουσας πολιτικής τάξης να αναπαραχθεί εξαφανίζει οποιαδήποτε
ρεαλιστική προοπτική κοινωνικής και πολιτικής ανάκαμψης, αναγέννησης,
ανατροπής των μεταπολιτευτικών ειωθότων.
-Η «αντικαθεστωτική» παράταξη αφ’ ενός δεν έχει τα στελεχιακά,
πολιτικά-προγραμματικά και αξιακά εχέγγυα για να πετύχει στην
«αντικαθεστωτικότητά» της (δηλαδή, να ανατρέψει την μέχρι σήμερα
ισορροπία «κερδισμένων» και «χαμένων» της Μεταπολίτευσης), αφ’ ετέρου με
τις πολιτικές της (αν δεν κάνει κάποια μείζονα μνημονιακή στροφή,
αυτοακυρωνόμενη) είναι μαθηματικώς βέβαιο ότι θα οδηγήσει την Ελλάδα
εκτός Ευρωζώνης και Ευρώπης, σε ακόμα μεγαλύτερη φτώχεια, οπισθοδρόμηση
και κοινωνική αδικία, σε ακόμα μεγαλύτερα χάσματα των τάξεων, «παλιών»
και «νέων» («κερδισμένοι»-«χαμένοι»). Ως προς το πρώτο, η
αφήγηση/ερμηνεία-εξήγηση/ανάγνωση της συγκυρίας από μέρους της δεν
οδηγεί στον δρόμο της ανατροπής των μεταπολιτευτικών ειωθότων (δεν
φτάνει να περιγράψει ή να υπονοήσει τον τρόπο εφαρμογής της), ενώ ως
προς το δεύτερο, η αφήγηση/επαγγελία της είναι διαμετρικά αντίθετη με τα
αποτελέσματα που η πολιτική της μοιάζει καταδικασμένη να επιφέρει
εφαρμοζόμενη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το κοινωνικό και πολιτικό
χάος που θα ακολουθούσε.
Το ζητούμενο είναι η τρίτη παράταξη, η οποία θα πρέπει να είναι εν τοις
πράγμασιν -και όχι στις προθέσεις ή στις επαγγελίες- φιλευρωπαϊκή και
αντικαθεστωτική/ριζοσπαστική, ανατρέποντας την τρέχουσα νεώτατη πολιτική
γεωγραφία:
-Φιλευρωπαϊκή, διότι θα δομείται επί τη βάσει του αιτήματος παραμονής
στην Ευρώπη και στην Ευρωζώνη. Δηλαδή, θα υπόσχεται και θα επιτυγχάνει
ό,τι δεν μπορεί να προωθήσει η «δεύτερη παράταξη». Διανοίγοντας τον
δρόμο της ευημερίας και της ανάπτυξης, συγκριτικής ως προς τις
εναλλακτικές κατά πρώτον και μεσοπρόθεσμης σε απόλυτες τιμές κατά
δεύτερον – τα οποία είναι ρεαλιστικά επιτεύξιμα εντός, και όχι εκτός,
του ευρωπαϊκού εγχειρήματος.
-Αντικαθεστωτική/ριζοσπαστική, διότι με το συγκεκριμένο πολιτικό
πρόγραμμά της και με το στελεχιακό δυναμικό που θα μπορεί ρεαλιστικά να
το υπηρετήσει θα ανατρέπει τα μεταπολιτευτικά ειωθότα, το «καθεστώς της
Μεταπολίτευσης», υλοποιώντας τις προϋποθέσεις για αξιοκρατία,
παραγωγικότητα, δικαιοσύνη/άρση της ατιμωρησίας, ισότητα απέναντι στον
νόμο (το θεωρητικό ζητούμενο είναι οι ακριβείς προϋποθέσεις υλοποίησης,
διότι από ευχολόγια έχω όσα θες…). Δηλαδή, θα εγκαθιδρύει μια Νέα
Μεταπολίτευση – κάτι που αυτήν την στιγμή δεν μπορεί να το προωθήσει ή
να το εγγυηθεί η «πρώτη παράταξη», και δεν μοιάζει να ενδιαφέρει
πραγματικά την δεύτερη.
Δηλαδή, όπως θα έλεγαν και στην γείτονα χώρα, χρειαζόμαστε ένα κόμμα (i)
Δικαιοσύνης και (ii) Ανάπτυξης… Ένα κόμμα της Νέας Μεταπολίτευσης. Ένα
κόμμα όπου θα πληρούνται οι αναγκαίες και ικανές προύποθέσεις, ώστε η
φράση «κόμμα των αξίων και των αξιών» να μην είναι συνεδριακό σύνθημα
αλλά απτή, ψηλαφητή πραγματικότητα. Αλλιώς δεν έχει νόημα! Και κανείς
δεν μπορεί να κρύβεται άλλο πίσω από το δάκτυλό του, διότι πλέον τον
βλέπουν όλοι…
Ο λόγος που δεν ασχολούμαστε με το ενδεχόμενο να πετύχουν δυνάμεις μέσα
στον ΣΥΡΙΖΑ αυτήν την μετεξέλιξη είναι ότι δεν νομίζουμε ότι έχουν
αντιληφθεί αυτήν την διάταξη και αυτό το διακύβευμα, ώστε να είναι
εφικτό να το επιδιώξουν (δεν έχουν την ικανότητα να το αντιληφθούν σε
όλες του τις συνεπαγωγές). Ο λόγος που ασχολούμαστε με το ενδεχόμενο να
προκύψει αυτή η πρωτοβουλία από τον πρωθυπουργό είναι η εδραία πεποίθηση
ότι τουλάχιστον κάποιοι συνεργάτες του δεν μπορεί παρά να έχουν
αντιληφθεί αυτήν την αναγκαιότητα και αυτό το διακύβευμα, καθώς και από
την υπόθεση ότι ο πρωθυπουργός πρέπει να είναι πολύ λιγώτερο δεσμευμένος
σε ένα πλέγμα διαπλοκής και διαφθοράς απ’ ότι άλλοι πολιτικοί, με
συνεχή παρουσία χωρίς μακροχρόνια διαλείμματα-αγραναπαύσεις στην
κεντρική εγχώρια πολιτική σκηνή, οι οποίοι θα ήταν δομικά αδύνατον να
επιφέρουν ουσιαστική αλλαγή.
Παρ’ όλα ταύτα, κάποιοι μοιάζει να αντιλαμβάνονται το «νέο κόμμα» που
χρειαζόμαστε ως απλή ομαλή μετεξέλιξη υπαρχόντων κομματικών σχηματισμών,
ή ως «κομματικοποίηση» της λογικής αλλά και των στελεχών του παρόντος
τρικομματικού κυβερνητικού σχήματος. Με ταυτόχρονη «αποκατάσταση»
διαφόρων αγάμων θυγατέρων της μεταπολίτευσης, τάχα μου σημαινόντων
στελεχών και πρώην υπουργών. Φαντάζονται ότι η επερχόμενη κομματογονία
δύναται να αποτελείται απλώς από «μερεμέτια», με ολίγη από ανανέωση…
Κάτι τέτοιο όμως θα πρόδιδε αφέλεια αν μη τι άλλο δυσεξήγητη. Ήδη σήμερα
επιβιώνουν στο ευρύτερο κυβερνητικό σχήμα φυντάνια της εγχωρίου
φεουδαρχίας και χομπίστες της πολιτικής· η διεύρυνση αυτών των τάσεων θα
ήταν ό,τι χειρότερο μπορεί να διανοηθεί κανείς.
Η υπέρβαση που οφείλει να λάβει χώρα είναι συγκεκριμένη και έχει
δεδομένα, ορισμένα χαρακτηριστικά. Εκτίμησή μας είναι ότι όποιος δεν την
επιτύχει, την επιχειρήσει πλημμελώς ή δεν την επιχειρήσει καν, θα
ξεπεραστεί από την Ιστορία – ανώδυνα ή λιγώτερο ανώδυνα. Ένας
«Κερένσκι».
Η έλλειψη κόμματος για να εκπροσωπήσει την «τρίτη παράταξη» συνιστά
μείζον πολιτικό κενό. Και η φύση απεχθάνεται το κενό…
Ο λόγος που σκοτιζόμαστε να προκύψει η ανατροπή με ομαλότητα από
υπάρχοντες πολιτικούς «παίκτες» και όχι εκ του μηδενός είναι ότι όσο το
αδιέξοδο και ο ελλιπής τοκετός του καινούργιου επιτείνεται, τόσο
ρεαλιστικώτερα καραδοκεί το ενδεχόμενο μιας «μετα-μεταπολιτευτικής
υποτροπής», δηλαδή της επιβολής μιας αντιδραστικής αντιμεταρρύθμισης από
βίαιες δυνάμεις που λόγω πολιτικού κενού θα μπορούσαν να διεκδικήσουν
επιτυχώς την εξουσία, η οποία μαζί με τα ξερά της μεταπολίτευσης θα
έκαιγε και όλα τα χλωρά, εκτοξεύοντάς μας με επίπονο τρόπο αρκετές
δεκαετίες πίσω. Βιαζόμαστε· δεν έχουμε χρόνο. Ο κυρίως λόγος που
επενδύουμε σε «παίκτες» που έχουν ενίοτε επιδείξει μια διστακτικότητα να
σπάσουν όσα αυγά χρειάζεται (ενώ μας έχουν κλείσει πολλάκις το μάτι ότι
θα το κάνουν) είναι ότι δεν υπάρχει χρόνος για πειράματα από μηδενική
βάση, για πολιτικές δυνάμεις αποκλειστικά αναδυόμενες από την κοινωνία –
οι οποίες ούτως ή άλλως μέχρι στιγμής δεν διαφαίνονται καθόλου, ούτε
καν στα αποδυτήρια, κάτι το δυσεξήγητο.
Η «τρίτη παράταξη» είναι εδώ και περιμένει ποιός θα την εκπροσωπήσει·
ποιός θα τολμήσει.
Σωτήρης Μητραλέξης
Περισσότερα: http://www.antibaro.gr/article/6498, Ἀντίβαρο