«[…] να μην καταβυθιστούμε στη δίνη ενός ανέλπιδου
παρόντος με βεβιασμένες αποφάσεις, για τις οποίες κάποτε είναι βέβαιο
ότι θα μετανοήσουμε αλλά θα είναι πλέον αργά».
Συνέντευξη με τη Δρ. Πολυξένη Βελένη, Διευθύντρια Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης.
Επιμέλεια: Δρ. Νικόλαος Β. Παππάς.
Η κυρία Πολυξένη Βελένη γεννήθηκε, σπούδασε και ζει μόνιμα στη
Θεσσαλονίκη. Είναι αριστούχος απόφοιτος των Τμημάτων Ιστορίας και
Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής και Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών
του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει κάνει μεταπτυχιακές
σπουδές και έχει αποκτήσει διδακτορικό δίπλωμα στην Αρχαιολογία. Έχει
σπουδάσει, επίσης, υποκριτική τέχνη στο Κέντρο Θεατρικής Έρευνας σε
συνεργασία με την Πειραματική Σκηνή της Τέχνης και θεωρία και πρακτική
του θεάτρου στο Τμήμα Θεάτρου του Πανεπιστημίου Sorbonne III στο Παρίσι.
Μιλάει αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά και λίγα τουρκικά και
ισπανικά.
Εργάστηκε στις ΙΖ΄ και ΙΣΤ΄ Εφορείες Αρχαιοτήτων Έδεσσας και
Θεσσαλονίκης αντίστοιχα, διετέλεσε Διευθύντρια στην ΚΖ΄ Εφορεία
Αρχαιοτήτων Πιερίας, την οποία οργάνωσε εξαρχής ως νεοσύστατη υπηρεσία
του τότε Υπουργείου Πολιτισμού, και από τον Απρίλιο του 2006 μέχρι
σήμερα είναι Διευθύντρια του Αρχαιολογικού Μουσείου Θεσσαλονίκης, το
οποίο ανέδειξε σε πυρήνα διαχρονικού πολιτισμού με πανελλήνια και διεθνή
εμβέλεια.
Έχει δημοσιεύσει άρθρα, μελέτες και μονογραφίες, έχει συμμετάσχει σε
πανελλήνια και διεθνή αρχαιολογικά συνέδρια, έχει επιμεληθεί εκδόσεις
βιβλίων, περιοδικών και πρακτικών συνεδρίων, έχει συμμετάσχει στην
οργάνωση επιστημονικών συνεδρίων και ημερίδων τοπικής και διεθνούς
εμβέλειας, καθώς και αρχαιολογικών εκθέσεων εσωτερικού και εξωτερικού,
έχει κάνει διαλέξεις για ευρύ αρχαιογνωστικό κοινό στην Ελλάδα και στο
εξωτερικό (Κολωνία, Παρίσι, Λονδίνο, Αυστραλία, Ιταλία, Ισπανία) και
έχει συνεργαστεί στην οργάνωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων για παιδιά
πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης.
Δίδαξε σε σχολές και πανεπιστήμια τόσο της Ελλάδας όσο και του
εξωτερικού (Σχολή Ξεναγών, Ανοικτό Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης,
Πολυτεχνική Σχολή Α.Π.Θ., Αρχαιολογική Σχολή Λούβρου, École Pratique des
Hautes Études του Πανεπιστημίου της Σορβόννης στο Παρίσι και στα
Πανεπιστήμια του Πουατιέ της Γαλλίας, του Ζάγκρεμπ, της Ζυρίχης και της
Λοζάνης). Διδάσκει επίσης ιστορία του θεάτρου και δραματολογία στο
Κέντρο Θεατρικής Έρευνας στη Θεσσαλονίκη.
Για έξι χρόνια (1998-2003) είχε εβδομαδιαία αρχαιολογική εκπομπή στο
Τρίτο Πρόγραμμα της ΕΤ 3 στον 9.58 FM, σταθμός στον πολιτισμό. Έχει
συγγράψει σενάρια για ντοκιμαντέρ ιστορικού και αρχαιολογικού
περιεχομένου για τη Θεσσαλονίκη και τη Μακεδονία (1996-7), για
αντίστοιχες σειρές της ΕΤ3 και έχει κάνει την αφήγηση (σπικάζ) και την
επιστημονική επιμέλεια μιας σειράς ντοκιμαντέρ της ΕΤ 3 για τα θέατρα
στη Μικρά Ασία (2003), ενώ είχε ρόλο σε δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ της
ΕΤ 3 για την ελιά και το λάδι (2003).
Έχει συγγράψει τέσσερα παιδικά θεατρικά έργα και ένα έργο για ενήλικες. Άρθρα της έχουν δημοσιευτεί στις εφημερίδες «Θεσσαλονίκη», «Αγγελιοφόρος», «Μακεδονία» και στις «Επτά Ημέρες» της «Καθημερινής».
Έχει λάβει το δεύτερο βραβείο ποίησης (1999) σε πανελλήνιο διαγωνισμό της Τέχνης με την ποιητική συλλογή «Χρονοδρόμιο», το δεύτερο βραβείο με το παιδικό θεατρικό της έργο «Η επανάσταση των αγαλμάτων»
(2000) σε πανελλήνιο μαθητικό διαγωνισμό και δύο φορές το πρώτο βραβείο
διηγήματος (2003 και 2004) σε πανελλήνιο διαγωνισμό με θέμα τις
δίτροχες μηχανές. To τραγούδι «Στιγμές» σε μουσική Νίκου Παπάζογλου και στίχους δικούς της, σάουντρακ της κινηματογραφικής ταινίας «Νοσταλγός», πήρε το πρώτο βραβείο στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου το 2005.
Έχει ανακηρυχτεί επίτιμη δημότης Πετρών Αμυνταίου Φλώρινας, έχει
τιμηθεί με χάλκινο μετάλλιο για τη συμβολή της στην προώθηση της
επιστήμης από την Societé d’ Encouragement au Progrés (παραρτήματος της
Γαλλικής Ακαδημίας) και με μετάλλιο από τον Σύνδεσμο Εκδοτών Βορείου
Ελλάδος για τη συμβολή της στα Γράμματα, πήρε τιμητική διάκριση από το
Διατμηματικό Μεταπτυχιακό στη Μουσειολογία του Α.Π.Θ. για τη συμβολή της
στο έργο του μεταπτυχιακού, της απενεμήθη το μετάλλιο και ο τίτλος του
Ιππότη της Αλληλεγγύης από την Ιταλική Δημοκρατία (2008) για τη συμβολή
της στην προώθηση των ελληνοϊταλικών σχέσεων, καθώς και το μετάλλιο και ο
τίτλος του Ιππότη των Τεχνών και των Γραμμάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας
(2010).
Είναι μέλος της Greenpeace, της WMF, της UNESCO, της
Ελληνικής Εταιρείας Περιβάλλοντος, του Λυκείου Ελληνίδων Θεσσαλονίκης,
της Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας της Τέχνης, του National
Geographic, ενώ για δύο διετίες διετέλεσε μέλος στο διοικητικό συμβούλιο
των «Φίλων του Ιδρύματος Μελίνα Μερκούρη».
Είναι παντρεμένη με τον καθηγητή Αρχαιολογίας του Α.Π.Θ.
Γεώργιο Βελένη και έχει τρία παιδιά, τη Θέμιδα, τον Μιχαήλ και τον
Κωνσταντίνο.
Κυρία Βελένη, είστε από
τους πρώτους που μίλησαν δημόσια για τη διατήρηση των αρχαιοτήτων που
αποκαλύφθηκαν στον σταθμό «Βενιζέλου» του Μετρό Θεσσαλονίκης στον φυσικό
τους χώρο (in situ). Τι σας οδήγησε σε αυτήν την άποψη;
Νομίζω πως η απάντηση σε αυτήν την ερώτηση είναι σύντομη: σας απαντώ,
λοιπόν, ότι αυτό ορκίστηκα να υπερασπίζομαι και, απλώς, αυτό κάνω.
Αυτός είναι ο λόγος που με πληρώνει το κράτος (προσέξτε, όχι η εκάστοτε
κυβέρνηση) και θα επιτελέσω το καθήκον μου μέχρι το τέλος. Θα έπρεπε να
με εγκαλέσουν και να με κατηγορήσουν αν έπραττα διαφορετικά, γιατί τότε
θα ήμουν επίορκη. Από πότε η επιτέλεση του καθήκοντος αποτελεί κάτι
περίεργο; Δεν είναι αυτονόητο;
Για ένα τόσο σοβαρό
ζήτημα πολλοί αρχαιολόγοι, ανάμεσά τους και ορισμένοι εγνωσμένου κύρους,
είτε σιωπούν είτε υποστηρίζουν την απόσπαση και μεταφορά των ευρημάτων
σε άλλον χώρο. Τι θα τους απαντούσατε;
Θα τους προέτρεπα να διαβάσουν την προηγούμενη απάντησή μου και να
σκεφτούν πολύ σοβαρά τα ζητήματα που έθεσα και τα οποία αφορούν και στον
λόγο ύπαρξής τους πλέον σε έναν χώρο που δεν τον υπερασπίζονται.
Σε συνέντευξή του ο
πρύτανης του Α.Π.Θ., Ιωάννης Μυλόπουλος, έχει πει ότι το τελευταίο
διάστημα καταβάλλεται συστηματικά προσπάθεια το ζήτημα της διαχείρισης
των αρχαιοτήτων της «Βενιζέλου» να τεθεί με όρους ακραίου διλήμματος.
Μήπως όμως το δίλημμα «ή Μετρό ή αρχαία» πλήξει για μία ακόμα φορά τα
ίδια τα ευρήματα;
Το δίλημμα είναι απολύτως ψευδεπίγραφο, δόλιο και έχει αποκλειστικό
στόχο να παραπλανήσει και να διαχειριστεί ένα κοινό ημιμαθές και άβουλο,
γιατί αυτοί που γνωρίζουν αντιλαμβάνονται αμέσως την υστεροβουλία του.
Διότι θα πρέπει να καταλάβουν αυτοί που το θέτουν και να το μάθουν όσοι
δεν το γνωρίζουν, ότι τίποτε δεν είναι πάνω από τις αρχαιότητες, βάσει
του ελληνικού συντάγματος, και επομένως οι αρχαιότητες δεν τίθενται
ποτέ, μα ποτέ υπό αμφισβήτηση, πόσω μάλλον όταν πρόκειται για ένα
τέτοιας έκτασης και τόσο καλής διατήρησης πολεοδομικό σύνολο σαν αυτές
του σταθμού του ΜΕΤΡΟ της Βενιζέλου.
Μπορεί να έχει μια πόλη μέλλον εάν απολέσει το παρελθόν της, την ιστορική της μνήμη;
Η πορεία μιας πόλης δεν είναι ασυνεχής. Η συλλογική μνήμη δεν
διακόπτεται, ούτε ανασυντάσσεται με κομμάτια της. Είναι ενιαία και
αρραγής και έτσι αλώβητη θα πρέπει να παραμένει. Και ο καθένας μας θα
πρέπει να έχει επίγνωση ότι όταν καταστρέφει αυτήν την πορεία των αιώνων
μιας πόλης είναι σαν να στρέφεται εναντίον του εαυτού του και
υποσκάπτει το μέλλον των επόμενων γενεών. Το να καταστρέφεις το παρελθόν
μιας πόλης είναι βέβαιο ότι ξεθεμελιώνεις το μέλλον της. Η Θεσσαλονίκη
είναι μία από τις ελάχιστες πόλεις στην υφήλιο που έχει την τύχη να
διασώζει όλα αυτά τα κομμάτια της ιστορίας της και μάλιστα, όπως
αποδεικνύεται από τα πρόσφατα ανασκαφικά ευρήματα σε όλους τους σταθμούς
του μετρό και ιδιαίτερα σε αυτούς της «Αγ. Σοφίας» και της «Βενιζέλου»,
σε εξαιρετικά καλή κατάσταση. Αυτό είναι ένας τεράστιος πλούτος για την
πόλη και για κάθε πόλη. Είναι η περιουσία της, είναι αυτό που μπορεί
και πρέπει να προβάλει προς τα έξω και να το αξιοποιήσει στον ύψιστο
βαθμό για να δείξει τη διαφορετικότητά της και την υπεροχή της στα
σημεία έναντι των άλλων τόπων.
Ως ειδικός και έχοντας
γνώση όλης της σχετικής νομοθεσίας, πότε ένα αρχαιολογικό εύρημα
προστατεύεται από τις διεθνείς συμβάσεις περί προστασίας των μνημείων;
Το συγκεκριμένο εύρημα σε αυτή την έκταση και άριστη σχεδόν διατήρηση
δεν τίθεται σε καμία περίπτωση υπό αίρεση. Όλες οι διεθνείς συμβάσεις
το προστατεύουν. Και επειδή ο αρχαιολογικός πλούτος της Θεσσαλονίκης
είναι περιουσία της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς θα είμαστε
υπόλογοι (και γιατί όχι και υπόδικοι) αν το καταστρέψουμε. Θα έχουν κάθε
δικαίωμα να μας διώξουν ακόμη και ποινικά, όλοι οι οργανισμοί που
προστατεύουν αυτά τα σύνολα. Αλλά το θέμα δεν είναι εκεί. Οι πολίτες
κάθε χώρας, και στη συγκεκριμένη περίπτωση οι πολίτες της Θεσσαλονίκης,
θα πρέπει να καταλάβουν τι τεράστιο απόθεμα είναι η πολιτιστική τους
κληρονομιά και τι οφέλη μπορεί να προκύψουν από την προστασία της και να
γίνουν ασπίδα ενάντια σε κάθε επιβουλή εύκολων και γρήγορων, αλλά
ταυτόχρονα καταστρεπτικών και ωφέλιμων μόνο για λίγους, εργολαβικών
λύσεων. Και το παράδειγμα του Μετρό της Θεσσαλονίκης μόνο σε τέτοιες
σκέψεις μπορεί να οδηγήσει, αφού προγραμματίστηκε ως μελετο-κατασκευή,
μια πρόχειρη και φθηνή λύση που μόνο προβλήματα επιφέρει σε τέτοιας
κλίμακας έργα. Και μας ξεγελούσαν ότι τάχα θα είχαμε το πιο σύγχρονο
μετρό στην Ευρώπη… Πού είναι αλήθεια αυτό; Μήπως επένδυσαν σε έναν
επαρχιωτισμό που μας διακατέχει για πολλά τελικά;
Θα μπορούσε το εν λόγω μνημείο να αποτελέσει στο μέλλον μνημείο πολιτιστικής κληρονομιάς της Ουνέσκο;
Η απάντηση είναι μονολεκτική: ασφαλώς! Άλλωστε, όλο το ιστορικό
κέντρο της Θεσσαλονίκης είναι υπό την προστασία της Ουνέσκο, επομένως
δεν τίθεται τέτοιο ζήτημα. Είναι ήδη υπό την προστασία της!
Πώς πιστεύετε ότι το
εκπληκτικό αυτό εύρημα μπορεί να αναδειχτεί καλύτερα; Υπάρχουν άλλα
παραδείγματα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως πρότυπο;
Το παράδειγμα της Σόφιας δεν μας λέει τίποτε; Στη Σόφια πριν 30
περίπου χρόνια αποφάσισαν να μεταφέρουν τις αρχαιότητες που είχαν βρει
σε σταθμό μετρό αλλού. Αυτές οι αρχαιότητες είναι ακόμη συσκευασμένες
και δεν ξέρουν τι να τις κάνουν, πού να τις πάνε και ποιος θα μπορέσει
μετά από τόσες δεκαετίες να τις ανασυνθέσει. Για αυτόν τον λόγο, και
συνετιζόμενοι από το πάθημά τους, όταν βρήκαν αρχαιότητες της αρχαίας
Σερδικής σε επόμενο σταθμό φρόντισαν να τις διατηρήσουν και να βρουν
λύση συνύπαρξης. Επιπλέον, στο ιστορικό κέντρο της Ρώμης κατασκευάστηκε
το 1939 μόνον 1 σταθμός στην περιοχή του Κολοσσαίου όπου υπήρχε
ευρυχωρία, και έκτοτε ακόμη συζητούν αν πρέπει και πού να κατασκευάσουν
άλλους σταθμούς. Και ίσως το παράδειγμα της Κωνσταντινούπολης να είναι
το πιο χαρακτηριστικό, όπου άλλαξε όλος ο σχεδιασμός όταν βρέθηκε το
βυζαντινό λιμάνι με τα καράβια. Αλήθεια οι Τούρκοι αγαπούν, ή έστω
εκτιμούν, περισσότερο το Βυζάντιο από εμάς; Ίσως, όπως αποδεικνύεται από
τα πράγματα!
Είχατε την τύχη να
ανασκάψετε και να αναδείξετε την Αρχαία Ρωμαϊκή Αγορά, στην οποία, εάν
δεν υπήρχε ο αείμνηστος Φώτιος Πέτσας, θα υψωνόταν σήμερα το Δικαστικό
Μέγαρο. Δεν νομίζετε ότι τα δύο αρχιτεκτονικά σύνολα μπορούν να
παραλληλιστούν;
Ο αυτονόητος παραλληλισμός μόνο θλίψη μπορεί να επιφέρει, διότι μισό
αιώνα μετά βρισκόμαστε να συζητάμε για τα ίδια, να υπερασπιζόμαστε και
να αγωνιζόμαστε να πείσουμε για τα αυτονόητα. Σκεφτείτε, ένας δυναμικός
Φώτης Πέτσας με τη βοήθεια τριών εφημερίδων κατάφεραν να διασώσουν την
Αρχαία Αγορά εν μέσω χούντας, όταν ήδη είχε μπει ο θεμέλιος λίθος για το
Δικαστικό Μέγαρο! Κι όμως το 1969 ο χώρος κηρύχτηκε αρχαιολογικός!
Απίστευτο; Απλά διαπιστώνω ότι αυτή η χώρα, αυτή η πόλη δεν προχώρησε
καθόλου, βούλιαξε και βουλιάζει σε ένα τέλμα χωρίς πυξίδα κι όραμα. Θα
μπορούσαμε να ήμασταν μια μικρή Ρώμη, αν ανασκάπταμε και αναδεικνύαμε
σωστά το υπέδαφος της πόλης, θα μπορούσαμε να είμαστε η πιο καλά ορατή
πόλη του Βυζαντίου, μιας υπερχιλιετούς αυτοκρατορίας, της μακροβιότερης
μέχρι σήμερα στον κόσμο, αν είχαμε την εξυπνάδα να διατηρήσουμε και να
προβάλλουμε τις αρχαιότητες στους σταθμούς «Αγ. Σοφίας» και «Βενιζέλου».
«…Οι καιροί άλλαξαν. / Τα γεγονότα χάρηκαν / που γνωρίστηκαν μεταξύ τους / κι ανατάραξαν τους παλμούς / της καθεστηκυίας τάξης…»,
γράφετε σ’ ένα ποίημά σας. Μπορεί άραγε η ποίηση να κινητοποιήσει την
κοινωνία; Μπορεί η τοπική κοινωνία να διεκδικήσει αυτό που της ανήκει;
Θεωρώ ότι η τοπική κοινωνία μπορεί να διεκδικήσει πολλά αν ενημερωθεί
σωστά και επισταμένα. Αν συνειδητοποιήσει ότι την αφορά όλο αυτό το
ζήτημα του τρόπου διαχείρισης του αρχαιολογικού της πλούτου, αν της
εξηγήσουν τα αναμενόμενα οφέλη μιας μοναδικότητας, αν κατανοήσει ότι αν
της αφαιρέσουν το παρελθόν της είναι σαν να της κλέβουν και το μέλλον
της, αφού θα την αφήσουν χωρίς ταυτότητα. Άλλωστε, αυτής της κλίμακας τα
ευρήματα υπερβαίνουν τους αρχαιολόγους, υπερβαίνουν και τους
πολιτικούς, είναι κοινά κτήματα όλων, ανήκουν σε όλους τους κατοίκους
της πόλης, κατ’ αρχάς, και στην παγκόσμια κοινότητα στη συνέχεια. Εκεί
βρίσκεται όλη η υπεραξία αυτών των ευρημάτων, τα οποία δεν μπορούν να
συγκριθούν με το κόστος κανενός εργολαβικού έργου, γιατί, απλώς, είναι
ανεκτίμητα.
Σε ομιλία του τον
Νοέμβριο του 1979, μετά την τελετή απονομής του βραβείου Νόμπελ της
Σουηδικής Ακαδημίας, ο Οδυσσέα Ελύτης είχε πει: «Πάνω από τις
διαιρέσεις και τις διχόνοιες, ο ποιητής να στέκει και ν’ αγαπά όλον τον
λαό του, ν’ ανήκει, το ξαναλέω, σ’ όλο τον λαό του. Δεν γίνεται αλλιώς. Η
πατρίδα είναι μία. Ο καθένας στον τομέα του ας έρθει και ας κάνει
κάτι..». Σε πόσους άραγε αρχαιολόγους έχουν αντίκτυπο τα λόγια του;
Το μεγαλύτερο ποσοστό της αρχαιολογικής ομάδας της Ελληνικής
Αρχαιολογικής Υπηρεσίας είναι μάχιμοι, συνειδητοποιημένοι επιστήμονες
που επιτελούν σε όλα τα χρόνια της επαγγελματικής τους καριέρας κοπιώδες
διττό έργο: επιστημονικό (με πολύ υψηλές απαιτήσεις στον διεθνή στίβο)
και διοικητικό (με υπερβολικό φόρτο συνήθως λόγω πολλών υποχρεώσεων και
ελάχιστο προσωπικό στις Εφορείες Αρχαιοτήτων). Από ιδρύσεως νεοελληνικού
κράτους είχαν να αντιπαλέψουν με θεούς και δαίμονες (σας θυμίζω την
πρόταση του Νομάρχη Θεσσαλονίκης να γκρεμίσει τον Λευκό Πύργο το 1912).
Κι αν έχει κάτι διασωθεί σε αυτόν τον τόπο της μπουλντόζας και της
αρπαχτής σε αυτούς οφείλεται. Εξαιρετικά χαμηλόμισθοι πάντοτε, αλλά με
την αγάπη για τις αρχαιότητες ως καλύτερο εφόδιο, αγωνίζονται ενάντια
στα μικρά και στα μεγάλα συμφέροντα ακατάπαυστα και ακαταπόνητα. Έχετε
αναρωτηθεί γιατί τραβούν με βδελυγμία τον γιακά τους οι διάφοροι των
εργολαβιών για τους αρχαιολόγους; Γιατί δεν έχουν καταφέρει να τους
διαφθείρουν, δεν έχουν καταφέρει να τους κάνουν του χεριού τους. Ναι, η
πατρίδα είναι μία, το ίδιο και ο πολιτιστικός πλούτος της, κι επομένως
ας είναι ευγνώμονες όλοι οι υπόλοιποι σε αυτήν τη μικρή ομάδα που
τάχτηκε να φυλάει τις Θερμοπύλες του.
Αφού σας ευχαριστήσω, θα ήθελα να κλείσουμε με ένα αισιόδοξο μήνυμα…
Το αισιόδοξο μήνυμα απορρέει από τις ίδιες τις αρχαιότητες, που ήρθαν
σαν δώρο στην όλη μιζέρια μας για να μας θυμίσουν με τον καλύτερο τρόπο
ότι δεν έχουν χαθεί οι δυνατότητες για ένα πιο ευοίωνο μέλλον στην
καθημερινότητα της πόλης, στην ποιότητα της ζωής της. Αρκεί να
καταφέρουμε να αξιοποιήσουμε αυτήν την περιουσία που μας χαρίστηκε και
να μην καταβυθιστούμε στη δίνη ενός ανέλπιδου παρόντος με βεβιασμένες
αποφάσεις, για τις οποίες κάποτε είναι βέβαιο ότι θα μετανοήσουμε αλλά
θα είναι πλέον αργά. Γιατί η οποιαδήποτε μετακίνηση σημαίνει καταστροφή,
σημαίνει απώλεια της αυθεντικότητας του μνημειακού συνόλου. Καλό θα
ήταν, λοιπόν, να αποφύγουμε τις μη αναστρέψιμες λύσεις. Γιατί βασική
αρχή της συντήρησης και αναστήλωσης των αρχαιοτήτων είναι η
αναστρεψιμότητα, όπως διδάσκεται από έμπειρους καθηγητές σε όλα τα
πανεπιστήμια του κόσμου. Αν πρόκειται να λύσουν το θέμα του σταθμού,
μετακινώντας για οποιονδήποτε λόγο το βυζαντινό σταυροδρόμι ας
καταργήσουν εν ανάγκη τον σταθμό στη Βενιζέλου και ας κάνουν έναν
γενικότερο επανασχεδιασμό των στάσεων. Είναι βέβαιο ότι το κόστος θα
είναι πολύ λιγότερο από την όποια μετακίνηση και την επανατοποθέτηση
(αλήθεια γιατί δεν έχουν κάνει αυτές τις οικονομοτεχνικές μελέτες;). Το
μετρό είναι βέβαιο ότι λειτουργεί και χωρίς τον σταθμό της «Βενιζέλου».
Το μέλλον της πόλης όχι!