Του Γρηγόρη Ζαρωτιάδη
Η τρέχουσα επικαιρότητα καταλαμβάνεται από την προσπάθεια της ελληνικής
Πολιτείας να αντιμετωπίζει το επικίνδυνο φαινόμενο του εκφασισμού της.
Αλλά πέρα από το κυνήγι της λαμπερής είδησης, που όμως γρήγορα
ξεθωριάζει, έχει ακριβώς σημασία να επιμείνουμε στο κοινωνικοοικονομικό
γίγνεσθαι που καθόρισε τις συνθήκες για την επώαση του φιδιού.
Εδώ και δεκαετίες, έχουμε υποστεί τη συστημική θεραπεία έξυπνων,
λογικοφανών κουτουράδων. Διεθνούς αλλά και τοπικής εμβέλειας γητευτές
της «νεοφιλελευθέριας αριθμητικής» επιδίδονται σε μαθηματικές ακροβασίες
για να αποδείξουν το αληθές των παραπλανήσεών τους.
Όμως, καθώς εξαπολύουν την τελική επικοινωνιακή τους επίθεση, το αστείο
παρατράβηξε. Ευθύνη λοιπόν όλων όσων σεβόμαστε τη στοιχειώδη νοημοσύνη
μας είναι να αποδείξουμε το αυτονόητο.
Δύο πρόσφατα παραδείγματα της «νεοφιλελευθέριας αριθμητικής» θα μας πείσουν:
Το πρώτο αποτελεί ένα πρόσφατο, εξέχον δείγμα της κατηγορίας των
«εύπεπτων εξυπνάδων». Ο Στέφανος Μάνος σχολίασε ότι σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ
οι Έλληνες δάσκαλοι του δημοτικού διδάσκουν 589 ώρες ετησίως, ενώ οι
Γερμανοί 804. Με μια «απλή μέθοδο των τριών» καταλήγει ότι αν οι Έλληνες
εκπαιδευτικοί ήταν πιο πρόθυμοι θα χρειαζόμασταν 27% λιγότερους
δάσκαλους και διαρρηγνύει (μην ανησυχείτε, δεν κυριολεκτώ) τα ιμάτιά του
γιατί η διαπίστωσή του δεν φαίνεται να προκάλεσε ιδιαίτερη συγκίνηση.
(Θα προσέθετα: ευτυχώς!)
Καμιά αντίρρηση, η αποτελεσματική αξιοποίηση των δημοσίων πόρων και του
απασχολούμενου ανθρωπίνου δυναμικού παραμένει το βασικό ζητούμενο. Για
του λόγου το αληθές όμως, δείτε τι κρύβει η σκοπίμως ημιτελής αριθμητική
αναφορά που προαναφέραμε:
1ον) Στην αμέσως προηγούμενη στήλη του πίνακα, όπου αναγράφονται τα εν
λόγω στοιχεία που επικαλείται ο βιαστικός σχολιαστής, αναφέρεται ότι η
σχολική περίοδο διαρκεί στη Γερμανία 40 εβδομάδες, έναντι 36 στη χώρα
μας. Καλώς ή κακώς λοιπόν η ετήσια διδακτική απασχόληση του Γερμανού
δασκάλου είναι εξ΄ ορισμού κατά 10% μεγαλύτερη, λόγω ετησίου
προγράμματος.
2ον) Πράγματι, παραμένει μια σημαντική διαφορά ακόμη και αν λάβουμε
υπόψη το προηγούμενο στοιχείο. Μια διαφορά που από το 2000 βαίνει
αυξανόμενη, με τις ετήσιες ώρες διδασκαλίας που αντιστοιχούν στον Έλληνα
δάσκαλο να μειώνονται από τις 609 στις 589 το 2010. Αν ακολουθήσουμε τη
λογική του κυρίου Μάνου αυτό σημαίνει ότι οι δάσκαλοι στη χώρα είδαν
τις διδακτικές ώρες τους να μειώνονται στην πρώτη δεκαετία του 21ου
αιώνα, κάτι που μάλλον δεν ισχύει. Αντ’ αυτού υπάρχει ένας άλλος,
προφανής λόγος που εξηγεί τόσο αυτήν την τάση όσο και την συνολική
εικόνα που προκύπτει από την άστοχη σύγκριση: δεν είναι ότι οι Έλληνες
δάσκαλοι κάνουν λιγότερο μάθημα, είναι απλώς ότι ενισχύθηκε το φαινόμενο
της μερικής απασχόλησης, των ωρομισθίων, είναι που περισσότεροι
υποαπασχολούμενοι δάσκαλοι καλύπτουν ώρες που θα έπρεπε να καλυφθούν από
διδακτικό προσωπικό πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης!
3ον) Υπάρχει βεβαίως και μια σειρά από πρόσθετα σοβαρότατα επιχειρήματα
που αναιρούν τα βιαστικά συμπεράσματα του κυρίου Μάνου: υπάρχουν
αξιοσημείωτες διαφορές ως προς τον ορισμό της διδακτικής απασχόλησης με
αποτέλεσμα να ενσωματώνει ή να παραβλέπει σχετικές δραστηριότητες και
ώρες. Ακόμη η Ελλάδα χαρακτηρίζεται από σημαντικές χωρικές ασυνέχειες
που μπορούν πράγματι να προκαλούν ιδιαιτερότητες ως προς την κατανομή
των ωρών διδασκαλίας. Τέλος, ας μην το ξεχνάμε, οι αρχικές, ετήσιες
μικτές απολαβές των δασκάλων στη Γερμανία (46.456€) είναι σχεδόν το
διπλάσιο αυτών των Ελλήνων συναδέλφων τους (26.583€).
Το δεύτερο παράδειγμα εντάσσεται στην κατηγορία της «επίσημης
προπαγάνδας»: απόλυτα συντονισμένος στη συχνότητα του «success story»
(σημείωση: ας πει κάποιος στην Πρωθυπουργό να μην το επικαλείται έξω από
τη χώρα…), ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών πανηγύριζε τον
προηγούμενο Αύγουστο 2013 για το πρωτογενές πλεόνασμα των 2,9 δις €.
Μάλιστα η Κυβέρνηση στο σύνολό της, στηριζόμενη στην αισιόδοξη
διαπίστωση, επέβαλε στην κοινή γνώμη την πεποίθηση ότι το εν λόγω
πλεόνασμα θα κατευνάσει την Τρόικα και προοιωνίζει βελτίωση των
προβλέψεων για τη φετινή ύφεση.
Βεβαίως, το αριθμητικό φτιασίδωμα δεν πέρασε το άκαμπτο μέτρημα των εκπροσώπων των δανειστών. Έχουμε και λέμε:
2,9 δις € μείον 1,5 δις € επιστρεφόμενα κέρδη των κεντρικών τραπεζών
της €-ζώνης από ελληνικά ομόλογα, τα οποία όμως δεν θα έπρεπε προφανώς
να συνυπολογίζονται στο πρωτογενές πλεόνασμα, μείον 0,7 δις € που
αφορούν σε υπόλοιπες επιστροφές φόρων, τις οποίες η κυβέρνηση όφειλε να
επιστρέψει και μετέθεσε για μετά το τέλος του Αυγούστου, μας μένει το
ισχνό υπόλοιπο μόλις 0,7 δις € (οφείλουμε να υπενθυμίσουμε ότι η
συγκεκριμένη ανάλυση αναπτύσσεται πιο συγκεκριμένα σε πρόσφατο άρθρο που
υπογράφει ο Γιώργος Δελαστίκ).
Λαμβάνοντας υπόψη πρόσθετα την υστέρηση κατά 1,3 δις € από τις
προγραμματισμένες δημόσιες επενδύσεις στο πρώτο οκτάμηνο του 2013, καθώς
και τις αναπόδραστες δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει ο κρατικός
μηχανισμός για να εισπράξει τις βεβαιωμένες φορολογικές υποχρεώσεις των
εξαντλημένων νοικοκυριών, προκύπτει αβίαστα το αδιέξοδο που πασχίζουν να
κρύψουν… τουλάχιστον μέχρι να βρεθεί η κατάλληλη πολιτική δικαιολογία
που θα εξηγήσει το «success sorry».
Εδώ λοιπόν, πέρα από τις, ευτυχώς, επαρκείς επιστημονικές αναστρέψεις
των προκλητικών λογικοφανειών, ο καλύτερος τρόπος είναι να
επιστρατεύσουμε τη συναισθηματική νοημοσύνη και την κοινωνική λογική:
ισχύει δεν ισχύει η «νεοφιλελευθέρια αριθμητική», πρέπει να ανατραπεί.