Του
ΓΙΩΡΓΟΥ ΔΑΜΙΑΝΟΥ
Αξιότιμη κυρία Ρεπούση,μην ακούτε αυτά, τα
ανενημέρωτα λεξικά, που αναφέρουν ότι «νεκρή γλώσσα είναι εκείνη που δεν
διαθέτει πλέον γηγενείς ομιλητές, επειδή έχουν αντικαταστήσει τη γλώσσα των
προγόνων με κάποια άλλη».
Μην τους ακούτε αυτούς τους συντηρητικούς!
Είμαι σίγουρος ότι με τόσες γνώσεις που διαθέτετε, κυρία Ρεπούση, οπωσδήποτε,
θα βρείτε από ποια γλώσσα
αντικαταστάθηκε η «νεκρή» αρχαία ελληνική και η
βυζαντινή γλώσσα από τους σύγχρονους Ελληνες και, σίγουρα, θα μας το
μεταλαμπαδεύσετε.
Ετσι και εγώ δεν άκουγα τη γιαγιά μου, μια
μαυροφορεμένη λυγερόκορμη Μανιάτισσα από τα Μουντανίστικα, η οποία μίλαγε μια
«νεκρή γλώσσα» και φώναζε στα εγγόνια της «ντύθηκο», «πλύθηκο». Ολη η
πιτσιρικαρία μαζευόταν, για να την κοροϊδέψει, γιατί δεν μίλαγε τη «ζωντανή
σχολική γλώσσα». Επρεπε να πάω για σπουδές στην Εσπερία, για να μάθω ότι η
κατάληξη -κο είναι το β' ενικό προστακτικής της δωρικής διαλέκτου και ότι η
αναλφάβητη γιαγιά μου μίλαγε, και άρα κρατούσε ζωντανή, τη γλώσσα στην οποία
μίλαγαν ο Πίνδαρος, ο Βακχυλίδης και ο Αλκμάν.
Μου ήρθε, τότε, στο
μυαλό κάποιος ασήμαντος ποιητάκος, Ελύτη τον λέγανε θαρρώ, που έλεγε «...(η
ελληνική) είναι μία γλώσσα με πολύ αυστηρή γραμματική, που την έφκιασε μόνος
του ο λαός, από την εποχή που δεν πήγαινε ακόμα σχολείο. Και την τήρησε με
θρησκευτική προσήλωση κι αντοχή αξιοθαύμαστη, μέσα στις πιο δυσμενείς
εκατονταετίες. Ωσπου ήρθαμε εμείς, με τα διπλώματα και τους νόμους να τον
βοηθήσουμε. Και σχεδόν τον αφανίσαμε.
Από το ένα μέρος του φάγαμε τα
κατάλοιπα της γραφής του και από το άλλο του ροκανίσαμε την ίδια του την
υπόσταση, τον κοινωνικοποιήσαμε, τον μεταβάλαμε σε ένα ακόμα μικροαστό, που
μας κοιτάζει απορημένος από κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας του
Αιγάλεω...». Αλλά, σαφέστατα, δεν φτάνει τις γνώσεις σας αυτός ο Ελύτης,
κυρία Ρεπούση!
Αλλωστε, μόλις προχθές σε ομιλία σας στη Βουλή (9/9/2013),
αποστομώσατε τη μεμψιμοιρία του κάθε αδαούς: «...Με άλλα λόγια, νεκρές
γλώσσες είναι οι
γλώσσες που δεν μιλιούνται στην καθημερινή επικοινωνία των
ανθρώπων».
Ετσι απλά, επιστημονικά, χωρίς πολλά λόγια, με το κύρος της
πανεπιστημιακής αυθεντίας σας, κατάλαβα ή ότι έχω πεθάνει και δεν μου το
είπανε ή ότι επικοινωνώ καθημερινά με νεκρούς, που τους θεωρώ ολοζώντανους.
Και δεν μιλώ για τον Ομηρο, τον Αισχύλο ή τον Ρωμανό (αυτοί, φαντάζομαι,
είναι γλωσσικά απολιθώματα για εσάς). Ξαφνικά κατάλαβα, σύμφωνα με τα
λεγόμενά σας ότι σε «νεκρή γλώσσα» γράφουν και ο Παπαδιαμάντης και ο
Βιζυηνός, ίσως και ο Καβάφης, μιας και η γλώσσα τους δεν μιλιέται στην
«καθημερινή επικοινωνία των ανθρώπων». Με τραγούδια «νεκρής γλώσσας»
συγκινούμαι: κάθε που ακούω το «Τσάμπασιν», το ποντιακό, παρόλο που δεν είμαι
Πόντιος. Σε «νεκρή γλώσσα» σιγοψιθυρίζω το κατωιταλιώτικο «καληνύφτα» και
συγκινούμαι με την
«Ανδρονίκη» της Κύπρου, παρόλο που δεν κατέχω την κυπριακή
διάλεκτο.
Ο,τι στον κόσμο έχω αγαπήσει είναι νεκρό και δεν θα το είχα
καταλάβει, αν δεν τύχαινε να σας ακούσω από το βήμα της Βουλής και να μου
ανοίξετε τα μάτια. Τώρα κατάλαβα ότι είχα γίνει ένας γλωσσικά νεκρόφιλος ή
ένα γλωσσικό βαμπίρ.
Συνεχίστε, κυρία Ρεπούση, το
διαφωτιστικό σας έργο και μην ακούτε τον ποιητάκο, Ελύτη ή κάπως έτσι τον
λέγανε, θαρρώ, που θεωρεί ότι «η ελληνική γλώσσα είναι μια γλώσσα που μιλιέται
επί δυόμισι χιλιάδες χρόνια χωρίς διακοπή και μ' ελάχιστες διαφορές». Τι να
ξέρει και αυτός, ο φουκαράς; Μήπως είχε το βιογραφικό σας, κυρία Ρεπούση, για να
έχει τεκμηριωμένη επιστημονική άποψη;