Η μοντέρνα αριστερά, ωθούμενη είτε από τις συστημικές εξελίξεις, είτε από τους εξ’ αυτών προκαλούμενους εσώτερους ανταγωνισμούς της, παγιδεύτηκε σταδιακά στο εξής δίπολο: από τη μια η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία, γνήσιος αγωγός της επαναστατικής προοπτικής στις αρχές του 20ου αιώνα, κατέληξε στην καλύτερη περίπτωση μια τραβεστί σοσιαλφιλελεύθερη έκφραση, θλιβερός κομπάρσος μιας βίαιης, αυτοκαταστροφικής νεοσυντήρησης. Μαζί της και οι απονενοημένοι ευρωκομμουνιστές, που είδαν όψιμα το φως το αληθινό στις σοφιστείες του Porter και του Fukuyama. Πρόκειται για τους καπετάνιους που, ταυτίζοντας τους εαυτούς τους με την προοπτική της κοινωνικής σωτηρίας, επέμεναν να μανουβράρουν γύρω από τους υφάλους της διαχείρισης, λησμονώντας κάποια στιγμή τον προορισμό που τους καθόρισε.
Στην ίδια μπάντα και η σταλινική παράδοση: παραστράτησε πολύ νωρίς σε προσωπολατρείες και θρησκόληπτες μεταλλάξεις του επιστημονικού σοσιαλισμού, εύκολος τρόπος καταρχήν αντίστασης στο διεθνοποιημένο σύστημα, μα αδιέξοδος, όπως αποδείχθηκε, επικίνδυνος για το κίνημα, την κοινωνία και τους ανθρώπους. Κι αυτοί καπετάνιοι που κόλλησαν στο τιμόνι. Προκειμένου να το κρατούν, μετέθεσαν τον προορισμό σε ένα απώτερο μέλλον, του προσέδωσαν υπερκόσμια χαρακτηριστικά και στον εαυτό τους μεσσιανικές ιδιότητες.
Από την άλλη, οι εναπομείναντες ρομαντικοί της ανατροπής. Αυτοί που αρνούνται την ευθύνη του πηδαλίου. Φοβισμένοι από την αλλοτριωτική δύναμη της διαχείρισης , ταμπουρώνονται πίσω από αντισυστημικούς βερμπαλισμούς, από την καθαρότητα του προορισμού. Προσδιορίζονται μέσω της απολυτότητας της ρότας, στο όνομα της οποίας είναι διατεθειμένοι να πέσουν πάνω σε κάθε ύφαλο. Επαναστάτες, όχι χωρίς αιτία, μα χωρίς άμεση επιδίωξη – τι τραγικό αλήθεια.
Η 79η ΔΕΘ ανέδειξε, μεταξύ άλλων, αυτά τα αδιέξοδα. Προσπερνώντας την θλιβερή εικόνα των συγκυβερνώντων, ντόπιων τοποτηρητών του νεοφιλελευθερισμού, ανίκανων, άβουλων αντιπροσώπων της χρηματοπιστωτικής διεθνούς, των μεσιτών του εθνικού πλούτου, δημοσίου και ιδιωτικού, η προσοχή μας στρέφεται στην παρουσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Αυτή είναι επισήμως ο διεκδικητής της κυβερνητικής ευθύνης, ο φορέας της εναλλακτικής πρότασης. Είναι πραγματικά;
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. συνοψίζει στη συγκρότησή του την προαναφερόμενη ιστορική εξέλιξη. Αποτέλεσε μια ποικιλώνυμη συμμαχία εξωκυβερνητικών αριστερών δυνάμεων, οι οποίες όμως ταυτίζονταν απλώς και μόνο σε αυτό, στην τυχαία ή επιδιωκόμενη διατήρηση απόστασης από την εξουσία. Κατά τα λοιπά συγκέντρωσε όλες τις πιθανές εκφάνσεις του φάσματος της μοντέρνας αριστερά που αναλύσαμε. Χωρίς κοινή ιδεολογική ταυτότητα, χωρίς βάση προγραμματικής και στρατηγικής συνομολόγησης.
Κλήθηκε μέσα σε ένα τρίμηνο να μετεξελιχθεί από κόμμα της άρνησης σε κόμμα της πρότασης, από διεκδικητή της κοινοβουλευτικής επιβίωσης σε διεκδικητή της κυβερνητικής ευθύνης. Ναι, πράγματι αδικήθηκε από τη συγκυρία που δεν του έδωσε τον απαιτούμενο χρόνο. Πόσο μπορεί όμως αυτό να ενδιαφέρει την κοινωνία που αδημονεί, που αποζητά εναλλακτική διέξοδο σήμερα, που δεν συγχωρεί καθυστερήσεις, γιατί η κρίση και η αδηφαγία των γεννητόρων της προκαλεί αδυσώπητα διλήμματα και αδιέξοδα;
Ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α. συνόψισε όλη την τραγικότητα της μοντέρνας αριστεράς σε τρία χρόνια. Από τη νιρβάνα της παραδείσιας προσδοκίας και το βόλεμα της προεπαναστατικής αναμονής, κατέληξε στη ρηχότητα του προεκλογικού λόγου αυτών που φοβούνται ή ίσως δεν θέλουν να θιγούν τα κακώς κείμενα και οι ιερές αγελάδες του χρηματοπιστωτικού μεσαίωνα. Παγιδεύτηκε στα διλήμματα της συντήρησης – μέσα η έξω από το ευρώ; – παρασύρθηκε στα δικά της ερωτήματα – πόσο θα κοστίσει η αλλαγή της πολιτικής; - με αποτέλεσμα να χάσει την ηγεμονία της συζήτησης, να γίνει ακόλουθος της συστημικής κρίσης και της εγχώριας κοινωνικοπολιτικής κατάρρευσης.
Ο μόλις προχθές ανακοινωμένος προγραμματικός λόγος της αξιωματικής αντιπολίτευσης επιβεβαίωσε με τον πλέον ξεκάθαρο τρόπο την κεντριστική της στροφή, την πρόωρη γήρανσή της και τη συνεπακόλουθη υπογονιμότητά της. Μένει απλώς ένα μετεκλογικό συνοικέσιο με τη νεοφιλελεύθερη «κεντροαριστερά», μια συγκαταβατική συγκυβέρνηση με αυτούς που κρύβουν πίσω από την πολιτική αθλιότητα την προσπάθεια της προσωπικής τους επιβίωσης για να ολοκληρωθεί αυτή η συντομογραφία της πτώσης της μοντέρνας αριστεράς.
Ενδιαφέρον ιστορικό φαινόμενο, μπορεί, αλλά σίγουρα εξαιρετικά επικίνδυνη αδυναμία του πολιτικού μας συστήματος. Μια εκ νέου απογοήτευση του ελληνικού λαού θα έχει δυστυχώς ιδιαιτέρως δυσοίωνες επιπτώσεις για τη χώρα. Μια κατ’ όνομα «αριστερή» διακυβέρνηση που θα συνεχίσει, μετά το σχετικό λίφτινγκ, ουσιαστικά την ίδια πολιτική, παγιδευμένη από τις αναγκαστικές, ανίερες κυβερνητικές συμμαχίες της, αλλά και από την προηγούμενη αποδοχή όλων των συνιστωσών που διαμορφώνουν το νεοσυντηρητικό πολιτικό πλαίσιο, θα οδηγήσει την κρίση της σύγχρονης ελληνικής πολιτείας στο όριο της φασιστικής εκτροπής και του πλήρους εκχυδαϊσμού της. Και όλα αυτά ενόσω η διεθνής συστημική κρίση εντείνεται, τα αδιέξοδα βαθαίνουν και οι συγκρούσεις οξύνονται.
Όμως, ακριβώς σε αυτό το συναπάντημα των συγκυριών, η χώρα έχει ένα νέο ραντεβού με την ιστορία στο οποίο μπορεί και οφείλει να ανταπεξέλθει. Όπως η Έξοδος αποτέλεσε το φάρο του ιδανικού της ελευθερίας, λαϊκής και κοινωνικής, για την επαναστατούσα Ευρώπη του 19ου αιώνα. Όπως η εθνική αντίσταση την ανέδειξε σε ένα από τα σύμβολα του αντιφασισμού και όπως ο αντιδικτατορικός αγώνας σε σταθμό του κινήματος του Μάη των πολιτικών, κοινωνικών δικαιωμάτων, της δημοκρατίας και της ειρήνης. Σήμερα η Ελλάδα, από πεδίο δοκιμών των πλέον αντιδραστικών νεοφιλελεύθερων πρακτικών, πρέπει να γίνει το εργαστήρι της εναλλακτικής πρότασης, μια από τις θερμοκοιτίδες της κοινωνικής αλλαγής για δημοκρατία, ελευθερία, σεβασμό και ανθρωπιά, κοινωνική δικαιοσύνη, περιβαλλοντική βιωσιμότητα και ειρήνη.
Αυτό είναι το όραμα της σύγχρονης αριστεράς, τολμηρό, ρεαλιστικό και ταυτόχρονα αναγκαίο. Αυτό το όραμα απαιτεί ρεαλιστικό σχέδιο, θαρραλέες ρήξεις και ακόμη πιο τολμηρές ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις.
Δεν αρκεί η κοστολογημένη πολιτική ανακούφισης των θυμάτων της νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, ούτε τα μέτρα μιας επιφανειακής επανεκκίνησης της πραγματικής οικονομίας, αν δεν αλλάξει το παραγωγικό μοντέλο, αν δεν ανασυγκροτηθούν οι παραγωγικές δυνάμεις σε μια κατεύθυνση που συνάδει με τα χαρακτηριστικά της χώρας και με την ιδεολογική μας ταυτότητα: μια Ελλάδα σταυροδρόμι ανθρώπων, ιδεών και αγαθών, μια παραγωγική ανάπτυξη που θα αναδείξει τις ποικίλες ποιότητες της περιοχής, θα βασίζεται στον εκδημοκρατισμό των αποφάσεων και στην απελευθέρωση της εργασίας, που θα αντιστρέψει τη ληστρική συγκεντροποίηση σε ένα υπόδειγμα συνεργατικής / συνεταιριστικής ανάπτυξης της παραγωγικής δραστηριότητας.
Δεν φτάνει η επίκληση κοινοτυπιών περί τοπικής αυτοδιοίκησης και δημοψηφισμάτων, ούτε η χαλαρή, γενικόλογη αναφορά στο ανήθικο πλέγμα σχέσεων του ντόπιου παρασιτισμού. Απαιτούνται καθαρές κουβέντες για συνολική θεσμική ανασυγκρότηση, για μια εθνοσυνέλευση που θα δομήσει εκ βάθρων μια σύγχρονη, πραγματική, λειτουργούσα δημοκρατία, που θα έρθει σε ρήξη με τους διαπλεκόμενους μιντιοκράτες, τους εθνικούς εργολάβους και τις αντικοινωνικές συντεχνίες. Απαιτούνται συγκρούσεις με τη γραφειοκρατία και την αναξιοκρατία που υπέθαλψε και ανέδειξε η αστική διακυβέρνηση, προκειμένου να αναδομηθεί το Δημόσιο και η παροχή των κοινωνικών αγαθών, με προτεραιότητα στην υγεία και στην κοινωνική ασφάλιση, στην παιδεία και στον πολιτισμό. Και ως επιστέγασμα αυτών, απαιτείται ο συνολικός, διεθνής επαναπροσανατολισμός της χώρας.
Η αξιωματική αντιπολίτευση φαντάζει ολοένα και πιο αδύνατη, χωρίς πια να το αντιλαμβάνεται. Όσο παγιώνεται το δημοσκοπικό της προβάδισμα, τόσο παρασύρεται στη βιασύνη των πρόσκαιρων πλειοψηφιών, βιώνοντας μια πρόωρη αλλοτρίωση.
Καθώς όμως πείθεται για την αποτελεσματικότητα των συντηρητικών της μεταλλάξεων, προκύπτει η ανάγκη ενός άλλου πολιτικού μετώπου, εγγυητής της ρεαλιστικής, ριζοσπαστικής κυβερνητικής αντιπρότασης.
Αυτό είναι το πολιτικό κενό της χώρας, της Ευρώπης και του κόσμου. Όχι η μάταιη αναζήτηση κεντροδεξιών και κεντροαριστερών κομπάρσων, φοβικών, νερόβραστων κενολόγων, που αποδέχονται και υποκρύπτουν την άσχημη μοίρα που μας επιφυλάσσει η συνέχιση της ασκούμενης πολιτικής. Αλλά η γνήσια, τολμηρή έκφραση των διεκδικήσεων μιας αριστερά που διαπιστώνει τα συστημικά αδιέξοδα, πιστεύει πραγματικά στην αναπόφευκτη κοινωνική μετεξέλιξη και διατηρεί το ιστορικό της δικαίωμα: να διαμορφώσει τις δομές για τη λαϊκή απελευθέρωση, τον παραγωγικό και τον κοινωνικό εκσυγχρονισμό, την επιβολή της πραγματικής δημοκρατίας, της ειρήνης και της κοινωνικής ηθικής. Μιας αριστερά που δεν φοβάται να μπει μπροστά, όχι για να έχει την πρωτιά μιας συμβολικής μόνο κυβερνητικής θητείας, αλλά για να αναλάβει τις ευθύνες της ενόψει της επερχόμενης, ανακάμπτουσας διλημματικής προφητείας: σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα.