Άφησα σκόπιμα να περάσουν μερικές μέρες από το ναυάγιο των συνομιλιών στο Κραν Μοντανά και τη συζήτηση που πραγματοποιήθηκε στη Βουλή των Ελλήνων, προκειμένου να καταθέσω μερικές σκέψεις.
Τις τελευταίες ημέρες, ο νέος κύκλος θριαμβολογίας των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ περιστρέφεται γύρω από την απόφαση της Κομισιόν για τερματισμό της διαδικασίας υπερβολικού ελλείμματος.
Όλο αυτό το μακρύ διάστημα της τελευταίας (αλλά προφανώς όχι ύστατης) «περήφανης διαπραγμάτευσης», ακούστηκαν, ως γνωστόν, διάφοροι λεονταρισμοί εκ μέρους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Δεν χρειαζόταν η ανάλυση της Τράπεζας της Ελλάδος για να λυθεί το «μυστήριο» σχετικά με τους λόγους για τους οποίους το 2016 είχαμε αύξηση στον αριθμό των τουριστών και μείωση στα έσοδα από τον τουρισμό.
Ως γνωστό, σήμερα έχουμε 6 Ιουλίου. Σαν σήμερα, πριν από δύο χρόνια, βρισκόμασταν στην επομένη εκείνου του γελοίου «δημοψηφίσματος», είχαν ήδη επιβληθεί οι κεφαλαιακοί έλεγχοι, η χώρα βρισκόταν στην άκρη του γκρεμού με το ένα πόδι στο κενό και οι κυβερνητικοί πανηγύριζαν για το «περήφανο Όχι», λίγο πριν το κάνουν «Ναι» και υπογράψουν τη μνημονιάρα τους.
Όπως έχουν όλοι παρατηρήσει, από τις αρχές του χρόνου ο πληθωρισμός έχει πάρει την ανηφόρα – σε αντίθεση με το 2016, που παρουσίασε πτώση 0,8%, επειδή μειώθηκαν οι τιμές των προϊόντων, σε μια απέλπιδα προσπάθεια των ανθρώπων της αγοράς να παραμείνουν στο παιχνίδι.
Τι θα συνέβαινε αν η Ελλάδα βρισκόταν στη θέση που βρέθηκε η Κύπρος, όταν για ένα διάστημα είχε συγχρόνως δύο θηλιές στον λαιμό της – δηλαδή και το μνημόνιο και την ξένη κατοχή σε ένα τμήμα του εδάφους της;
Αν υπάρχει κάποιος που πρέπει αυτόν τον καιρό να τρίβει τα χέρια του,
αυτός είναι χωρίς αμφιβολία ο Χανς-Χοακίμ Φούχτελ, ο Γερμανός
κοινοβουλευτικός υφυπουργός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης και
Πρόεδρος της Ελληνογερμανικής Συνέλευσης στο Βερολίνο.
Αν δεν κάνω τους τελευταίους (ξανά μανά) ηρωικούς μήνες, όλοι οι
κυβερνητικοί διακήρυσσαν πως δίνουν μάχη ώστε η απόφαση του Eurogoup να
είναι τέτοια που θα επιτρέψει στο ΔΝΤ να προχωρήσει σε θετική έκθεση
βιωσιμότητας για το χρέος, κάτι που θα ανοίξει το δρόμο και θα επιτρέψει
στην ΕΚΤ να εντάξει τη χώρα μας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης, αλλά
και θα μας οδηγήσει στην αγκαλιά των αγορών.